United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο και έπραξαν· ώστε ο Κυαξάρης και οι συνδαιτυμόνες του έφαγον από εκείνα τα κρέατα, και οι Σκύθαι, μετά το έγκλημα τούτο, εγένοντο ικέται του Αλυάττου. Ο Κυαξάρης τους απήτησεν, ο βασιλεύς των Σάρδεων ηρνήθη να τους παραδώση· πόλεμος λοιπόν εγένετο μεταξύ των Λυδών και των Μήδων, όστις διήρκεσε πέντε έτη κατά τα οποία οι δύο λαοί εναλλάξ ενίκων και ηττώντο.

Διήρκεσε δε η περιοδεία επί πολύν εισέτι χρόνον, και απεπερατώθη εις την βασιλεύουσαν πόλιν, όπου μείνας επί τινας εβδομάδας, επανήλθεν είτα εις το άντρον του. Ψήγματα ευτυχίας. Ουδέποτε η Αϊμά ευρέθη εις τοσαύτην αμηχανίαν, όσην ησθάνθη ότε έστη αιφνιδίως αντιμέτωπος του Γεωργίου Γεμιστού.

Την δε ιδικήν μου κνήμην μου την απέκοψε την αυτήν εκείνην νύκτα ο εκτελών χρέη χειρουργού αληθής υπασπιστής του αρχηγού. Ιδού διατί έμεινα, εξ ανάγκης, δικηγόρος. Το πολεμικόν μου στάδιον διήρκεσε μίαν ημέραν και μόνην. Την τρυπημένην όμως φαλαγγιτικήν στολήν μου την εκράτησα και την διατηρώ ακόμη.

Έσυρε δε την κόμην με πάθος και ήνοιγεν αιματώδεις τους οφθαλμούς και ανετριχία από κεφαλής μέχρι ποδών, αναπαριστώσα ολοζώντανην προ αυτής την εικόνα, όταν εκτός εαυτής έπιπτε σωρός εις τας αγκάλας του Μήτρου. . . Αληθώς δεν διήρκεσε και πολύ η έκλυσίς της εκείνη.

Μα αλλοί εις εμέ, η ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον, ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε να είστε εις το άκρον της ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που πρέπει να μεταβληθή εις θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν. Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας.

Η νυκτομαχία αύτη διήρκεσε περισσότερον από δύο ώρας.

Αυτοί όντες φυλακωμένοι υποχρέωσαν τους φύλακας βασιλικά, και το τρίτον εδόθη εις εμένα διά εκείνο που μου επήραν. Ύστερον από αυτό δεν εστοχάσθηκα άλλο, παρά να βαλθώ εις μίαν ήσυχην ζωήν με την Τζελίκαν μου. Ημείς επερνούσαμεν τες ημέρες μας με μίαν τελείαν ενότητα· η οποία δυστυχώς δεν διήρκεσε πολύ.

Περιέβαλε με τα χέρια του την Έμμορφη, εκύτταζε μέσα εις τα παραδόξως διαυγή μάτια της· το βλέμμα αυτό ένα δευτερόλεπτον μόνον διήρκεσε και εις το δευτερόλεπτον αυτό, ναι, ποιος ημπορεί να το εξηγήση, με λόγια να το παραστήση; Η ζωή του Πνεύματος ήτο ή του Θανάτου εκείνο που τον κατέκλυζε; ανυψούτο αυτός ή εβυθίζετο μέσα εις την βαθείαν, νεκρώνουσαν παγεράν φάραγγα βαθύτερα, διαρκώς βαθύτερα; εκύτταζε τους παγετώδεις τοίχους, που ήσαν σαν κυανοπράσινο γυαλί· άπειρα βάραθρα έχαινον γύρω του και το νερό κατέσταζε κελαρύζον με ήχον σαν κουδούνισμα, και διαυγές, καταλάμπον σαν μαργαριτάρια με λευκοκυάνους μαρμαρυγάς . . . &Η Νεράιδα του Πάγου τον εφίλησε& φίλημα, που τον έκαμε να φρικά παγεράν φρικίασιν από του τραχήλου μέχρι του μετώπου· κραυγή άλγους του διέφυγε, παρέλυσε, εκλονίσθη καιέγινε νύκτα μπρος εις τα μάτια του . . . αλλά τα άνοιξε πάλιν.

Όι, δεν επέρασε, μωρέ ταυλόπιστε, η γιανιτσαριά και θα το 'δης, είπεν ο Τούρκος απωθήσας με σφοδρότητα τον προεστόν. Οι Τούρκοι έβαλαν τα χέρια εις τους πασαλίδες· αλλ' εις την στιγμήν ώρμησαν κατ' αυτών διάφοροι νέοι. — Ο χορός να μη σκολάση! εφώναξε και ο Πατούχας και υψώσας ως ρόπαλον βαρείαν καθέκλαν ερρίφθη εις την συμπλοκήν. Η αντίστασις των Τούρκων διήρκεσε πολύ ολίγον.

Και τότε το πνεύμα μου διεπεράσθη, ως υπό εντόνου μουσικής απηχήσεως, από την σκέψιν της ηδείας γαλήνης, την οποίαν μόνον θα χαρούμεν εις τον τάφον. Η σκέψις αύτη μου ήλθε σιγά-σιγά, σχεδόν ιεροκρυφίως, και μου εφάνη ότι διήρκεσε πολύ, έως ου να λάβω τελείως συνείδησιν.