United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή. Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση.

Κι' ο Μήτρος με τη χαραυγή τα πρόβατα του βγάζει Στα κορφοβούνια απ' τάρμεγμα να τα περιβοσκήση, Αντιλαλούν η λαγκαδιαίς απ' τα λαμπρά κουδούνια, Απ' τα βραχνά βελάσματα αχολογούν η ράχαις, Και 'ςτ' αλαφρό τ' ανέβασμα του ζηλεμμένου Μήτρου Φουσκώνει η φουστανέλλα του, βροντούν τα χαϊμαλιά του, Κι' ο μεταξένιος του ο τσαμπάς τινάζεται σαν νέφιο Οπού το δέρνει ο άνεμος και το χρυσώνει ο ήλιος.

Ήκμασε περί τα μέσα τις παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Συνηγωνίσθη μετά των αδελφών Μήτρου και Λάμπρου Τζεκούρα. Εμβαλών εις Ήπειρον εισήλθε ξιφήρης εις Άρταν και ηχμαλώτισε τον κατήν και δύο αγάδας. Το ανθραγάθημα τούτο προυκάλεσε Σουλτανικόν φιρμάνιον, δι' ου διετάττετο η σύντονος αυτού καταδίωξις.

Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας, μαύρας εις τα χείλη εκ του καυτερού σιδήρου διά του οποίου ήνοιξεν αυτάς ο τεχνίτης και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος.

Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;

Αι άλλαι γυναίκες την εκύκλωσαν, και ιδούσαι το πέλαγος εφώνησαν και εκείναι αλαλάξασαι. — Παναγία μου! Λημνιά μου! — Βάρδα από τον Μώλο, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν η θρηνώδης εκείνη κραυγή του καπετάν Μήτρου οπού από το παράθυρόν του, παλαιός αυτός καπετάνιος, διέτασσεν. «— Πάντων προστατεύεις αγαθή . . . . .

Τον εύρισκε τουναντίον φοβερόν, συνωφρυωμένον, συνεσφιγμένας έχοντα απειλητικώς τας πυγμάς, τας νευρώδεις και ικανάς να καταβάλουν δράκοντα, συλλαμβάνοντα αυτήν εις τας αγκάλας του Μήτρου και απηλούντα να λάβη δίκην της προδοσίας της. Και ανεπήδα τότε έντρομος όλη, ζητούσα να προφυλαχθή που.

Το πτώμα του Μασσαβέτα εχρησίμευσε μάλιστα ως τελευταίον οχύρωμα, διότι όπισθεν αυτού φυλαττόμενος ηγωνίσθη ο Διάκος τον τελευταίον αυτού αγώνα. Ο δε Μητρόπουλος, αφού επί ματαίω προσεπάθησε ν' αποσπάση εκείθεν τον αρχηγόν, απέκοψε την κεφαλήν του Μήτρου και απήλθε σώσας αυτήν εκ των ύβρεων.

Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μάτην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Ενόμιζεν ότι εκεί όπου ήγγισαν τα χείλη του Μήτρου, τα λιπαρά και γλοιώδη ως σάπων, εκάθητο άνθραξ ανημμένος, ο οποίος την κατέκαιεν ησθάνετο επί του σώματός της την παράφορον πίεσίν του και ανεκίνει τους ώμους κ' εθρύπτετο εντός των ενδυμάτων της, θέλουσα ει δυνατόν ν' αποτινάξη τον εναγκαλισμόν εκείνον, τον άνομον. Το εγνώριζε πολύ καλά η Σμάλτω.