Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Δεν εύρισκε λοιπόν την αιτίαν διά την οποίαν τόρα έπρεπε να αισθάνηται, έστω και την παραμικράν στενοχωρίαν ενώπιον του Μήτρου, ενός ασχημανθρώπου! Πάλιν δ' επανελάμβανε, βεβαιούσα εαυτήν, ότι και η απουσία του καθόλου δεν την ενδιέφερε· και πάλιν προσέθετεν ότι καλλίτερον είχε να ήτο εκεί. — Μονάχα να μην παίξη τη φλογέρα· εψιθύρισε.

Τάχα 'στό Κούγκι, το βουβό, το ξεθεμελιωμένο, Θ' αναστηθή οχ' τη στάχτη του κανένας πολεμάρχος, Να κάτση να σου διηγηθή την λεβεντιά του Μήτρου; Τάχα κανένα ριζιμό, κανένα ορθό κοτρώνι, Θα να ξυπνήση να σου ειπή με ξέχωρο καμάρι, «'Σ' εμένα ο Μήτρος μια βολά, σ' εμένα ο υιός του Νότη »Το γιαταγάνι ετρόχησε, πρωτόλουβος λεβέντης, »Κ' ερρίχτηκε 'στον πόλεμο ψηλά ανεμίζοντάς το »Και νικητής σαν έγυρεεμένα πάλιν ήρθε »Στον δροσερόν τον ίσκιο μου να κάτση ν' ανασάνη»;

Και ητένιζεν αυτήν με βλέμμα φοβισμένον, αισθανομένη καθ' όλον αυτής το σώμα την ανατριχίασιν εκείνην του βλέποντος προ αυτού οστούν φοβερού θηρίου. Ευθύς η φαντασία της επανέφερεν εις αυτήν την ημέραν κατά την οποίαν αναισθητούσα σχεδόν, έπεσεν εις τας αγκάλας του Μήτρου.

Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . . — . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .» Εξηκολούθει ο ιερεύς. — Αχ! πάει! θα πέσητον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη! — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπετάν Μήτρου. — Κύττα, παπά μου!

Σύγκαιρα επρόβαλλε νιος φουστανελλάς, με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· έπειτα χεροπιασμένες του Μήτρου Κούλα η χήρα και Ζαφείρω η θυγατέρα τηςλεβεντονιά ασημοφορτωμένη η κόρη, σάψαλο χρονών και φτώχιας η μάννα. Και παραπίσω φάνηκε αργά ένα γαλανομμάτικο βλαχάκι με κόμματο ψωμιού στα δόντια, ανίδεο κι αδιάφορο για τη χαρά της νιας και της γριάς το βάσανο.

Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.

Έσυρε δε την κόμην με πάθος και ήνοιγεν αιματώδεις τους οφθαλμούς και ανετριχία από κεφαλής μέχρι ποδών, αναπαριστώσα ολοζώντανην προ αυτής την εικόνα, όταν εκτός εαυτής έπιπτε σωρός εις τας αγκάλας του Μήτρου. . . Αληθώς δεν διήρκεσε και πολύ η έκλυσίς της εκείνη.

Λόγχες του φάνηκαν τ' αγκάθια τους· μυριάδες λόγχες, έτοιμες να ξεκοιλιάσουν τον κακόβουλο διαβάτη. Κι από μέσα ψήλωναν και θέριευαν οι φυτιές σαν αντρογυναίκες στην ώρα τους. Το ίδιο και στου Μήτρου του Γλάμη. Αληθινά εκεί είδε και κάποια αταξία. Τα πολλά δεντρικά ήταν αστόχαστα βαλμένα τόνα κοντά στο άλλο και μάλωναν μεταξύ τους, τρώγονταν, θαρρείς, για τον αέρα και το φως.

Κ' εν τη εξάψει της ήδη εφαντάζετο τον άνδρα εκείνον και δεν παρεξενεύετο καθόλου διότι ούτος δεν ωμοίαζε με τον Στάθην, τον ακάματον εις την εργασίαν και νωθρόν εν τω οίκω, αλλά με άλλον τινά του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν διέκρινε καλώς, υπέθετεν όμως ότι ήσαν του Μήτρου. Η Σμάλτω ενώ παρεσύρετο ούτω εις τους γοητευτικούς κόσμους της ιδίας φαντασίας, ητένιζε συγχρόνως και τον αυλητήν.

Και η Σμάλτω ήρχισε να περιλαμβάνη εις την κατάραν της και την ημέραν, κατά την οποίαν εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Μήτρου και ν' αναπαριστά εις τον νουν της τας συναντήσεις των εκείνας. Δεν τον εφοβείτο τότε, καθόλου δεν τον εφοβείτο. Τουναντίον αυτή πρώτη επορεύετο προς τον βοσκόν και καθήμενοι οι δύω των υπό την σκιάδα, συνωμίλουν όλην την ημέραν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν