United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενύκτωσε πλέον και ο φίλος μου ήλθε να με παραλάβη. Εξήλθομεν. Υγρά η ατμόσφαιρα. Προ δύο ημερών είχε χιονίσει και ήδη η πόλις εκόλλησεν εν βορβόρω, ως αγριόπαππια. Αι οδοί πλήρεις λάσπης. Τα πεζοδρόμια ρυπαρά, ως πλάκες ελαιοτριβείου, γλιτσασμέναι. Ένας φανοκόρος, ανάπτων την ώραν εκείνην τους φανούς, κατέπεσεν εν τη σπουδή και έθραυσε τον κάλαμον τον φωτοφόρον.

Η Έλλη όμως όταν ευρέθη επί οχήματος τόσον παραδόξου και είδε κάτω βάθος αχανές, κατεπλάγη και καταληφθείσα υπό ιλίγγου ένεκα της ταχύτητος της πτήσεως, αφήκε τα κέρατα του κριού από τα οποία εκρατείτο και κατέπεσεν εις την θάλασσαν. ΝΗΡ. Δεν έπρεπεν η μητέρα Νεφέλη να την βοηθήση ενώ έπιπτε; ΠΟΣ. Έπρεπεν, αλλ' η Μοίρα είνε πολύ δυνατωτέρα της Νεφέλης. 10. &Ίριδος και Ποσειδώνος.&

Όταν δεν προσηύχετο προ των αγίων εικόνων, όταν δεν επεστάτει εις την κατασκευήν των πυριτιδοβολών, ευρίσκετο πλησίον του υιού της Κωστή. Επανειλημμένως βληθείς υπό σφαιρών, κατέπεσεν ο ιστός της σημαίας του υιού της και πάντοτε αυτή την ανεστύλωνεν.

Αφού του τώπαν και του το ξανάπαν πως δεν τον ήθελαν, έπρεπε να ντραπή και ν' αφήση ήσυχη την θυγατέρα της, εκτός αν είχε του χοίρου την αδιαντροπιά και την αναισθησία. Όταν όμως αντίκρυσε τον Μανώλην η οργή της κατέπεσεν. Ούτω συνέβαινε πάντοτε. Δεν ηδύνατο να θυμώση με αυτόν τον άνθρωπον.

Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.

Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου εκείνου ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της, και κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον.

Ηθέλησε να εγερθή πάλιν να ίδη τον γέροντα, αλλά μόλις η κεφαλή της υψώθη μικρόν και κατέπεσεν ευθύς. Νάρκη τις την κατέλαβε, τα μέλη της απεσκληρύνθησαν· έμεινεν ολίγη θερμότης εις την καρδίαν, αλλά μικρόν κατά μικρόν απεψύγη και αυτή, ως αποσβέννυται η θρυαλλίς παγέντος του περί αυτήν ελαίου. . . . — Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί!

Αχ, τι του έκαμεν ο αναθεματισμένος σταυρωτής!. . . — Ε, θα μου πάρης, παππού; εξηκολούθει ο μικρός. — Όχι! εβόησεν αίφνης, ορθωθείς εν απειλητική στάσει ο Χειμάρρας, ωσεί του έλεγον ν' απαρνηθή την θρησκείαν του. Αλλ' ευθύς κατέπεσεν άθυμος εις την θέσιν του.

Η σύγκρουσις ενταύθα υπήρξε τοσούτω σφοδρά, ώστε κατέπεσεν η κλίνη και μετ' αυτής αι θήκαι των Αγίων, ων τα μαρτυρικά οστά κατεκυλίσθησαν επί του εδάφους. Ενθυμηθείσα τότε η Ιωάννα ότι διά σιαγόνος όνου επάταξεν ο Σαμψών χίλιους Φιλισταίους εδεήθη του Υψίστου, ίνα κραταιώση την δεξιάν της, είτα δε δραξαμένη κακείνη μιας κνήμης του Αγ.

Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός καθίσματος. Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου. Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.