United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενύκτωσε πλέον και ο φίλος μου ήλθε να με παραλάβη. Εξήλθομεν. Υγρά η ατμόσφαιρα. Προ δύο ημερών είχε χιονίσει και ήδη η πόλις εκόλλησεν εν βορβόρω, ως αγριόπαππια. Αι οδοί πλήρεις λάσπης. Τα πεζοδρόμια ρυπαρά, ως πλάκες ελαιοτριβείου, γλιτσασμέναι. Ένας φανοκόρος, ανάπτων την ώραν εκείνην τους φανούς, κατέπεσεν εν τη σπουδή και έθραυσε τον κάλαμον τον φωτοφόρον.

Καθίσανε στον ψάθινο καναπέ, κάτω απ' την ανθισμένη γαζία, σφίγγοντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Όταν ενύκτωσε και πήγε να κοιμηθή η Παυλίνα, πέταξε απάνω στο τραπέζι το μικρό χαϊμαλί. — Τι του ήρθε, είπε μέσα της, να μου στείλη αυτό το πραματάκι. Έτσι πάντα στάθηκε ανόητος! Έπειτα το πήρε στα χέρια της και το κύτταξε με περιέργεια. Το μετάξι του ήτανε ξεθωριασμένο απ' την πολυκαιρία και βρώμικο.

Αλλ' επειδή ενύκτωσε, δεν είδον και το σωστικόν και οινοφόρον τρεχαντήριον. Ο μπάρμπα-Διόμας, ελθών μετ' ολίγον και ο ίδιος, ενηγκαλίσθη την κόρην του. Ω, πενιχρά αλλ' υπερτάτη ευτυχία του πτωχού! Το Ουρανιώ έχυνεν ακόμη δάκρυα, αλλά δάκρυα χαράς.

Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και ωνειρεύθη.

Ενύκτωσε πλέον κι εγώ δεν ησύχαζον. Κατ' επανάληψιν μετέβαινον εις την πλατείαν του ναού ανυπομονών. Πλην βλέπων την θύραν κλειστήν και διά του θαμβού υελοπίνακος των θυρίδων φως κινούμενον και περιπατούν εις το σκοτεινόν του ναού βάθοςήτο η εκκλησιάρχισσα ετοιμάζουσα τας κανδήλαςεπέστρεφον εις την οικίαν μας φοβισμένος.

Την αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσε, ηνοίχθη του σταύλου η θύρα και πάλιν, αλλ' υπό φίλης ήδη χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός, τον οποίον ο θείος μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς ανεκάλυψε το κρησφύγετόν μας δεν γνωρίζω.

Τότε, σαν ενύκτωσε, ο Σταμάτης, τ' αγιόπαιδο, καθώς τον επωνόμαζεν η μάμμη του, εσήκωσεν επανάστασιν, απαιτών να υπάγουν ομού εις το Παλαιόν Χωρίον, άλλως ηπείλει ότι θα επήγαινεν αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα τα οποία θα ωδήγουν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο. Η γραία ενέδωκε, και άμα τη ανατολή της σελήνης ανεχώρησαν ομού.

Ότε δε ενύκτωσε, και ο Περικλής επέστρεφεν εις την οικίαν του, ο αυθάδης εκείνος παρηκολούθησεν αυτόν υβρίζων και κακολογών. Αλλ' ο Περικλής δεν εθύμωσεν, ούτε την τιμωρίαν του υβριστού επροκάλεσεν. Απ' εναντίας, εισελθών εις την οικίαν του, παρήγγειλεν ένα των υπηρετών του να λάβη φως, και συνοδεύση τον υβριστήν μέχρι της κατοικίας του, ίνα μη κακοπάθη εις το σκότος της νυκτός.

Ίσως να είχε προμελετήσει την απόκρισιν ταύτην, κατά τας ώρας της μοναξιάς. Την νύκτα δεν επανήλθεν ο Βαγγέλης και καθ' όλην την επιούσαν, είτε ηρεύνα, είτε όχι διά να εύρη δωμάτιον, δεν εφάνη. Την εσπέραν, αφού ενύκτωσε, παρουσιάζεται έξαφνα μία γυνή, άγνωστος εις τους εν τη οικία, ευρίσκει την σπιτονοικοκυράν και την κόρην της εν υπαίθρω εις την αυλήν και λέγει «καλησπέρα».

Πριν ανοίξη ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν γυναικεία φωνή απορηματική·Τι κλειστήκατε, θα-πω, μέσα; ακόμη δεν ενύκτωσε. Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ της.