United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγήται εις τον εξάδελφόν του το πώς εγέλασε τα δυο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν», και ματαιώσας τα σχέδιά των, τα έσκιαξεν αυτός, αντί να τον σκιάξουν εκείνα.

Κάνει ό,τι μπορεί για να ξαναδή την όψι της που μέρα και νύκτα την έχει στο νου του, μα τη βοσκοπούλα του την έχουν πολύ περιωρισμένη και δεν υπάρχει τρόπος να την ξαναδή.

Λέει από μέσα του, τι πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο από ένα τέτοιο ευχαριστώ; Και τι δε θα έκανα, και τι κινδύνους δε θα διέτρεχα για να ελκύσω τη γλυκειά ευγνωμοσύνη μιας τέτοιας ψυχής; Η παράστασις ετελείωσε χωρίς να προσέξη ποια καθόλου εκείνος· ελυπήθηκε μόνο που τέλειωσε γρήγορα, γιατί το τέλος της τον εχώρισε από τη λατρευτή του βοσκοπούλα.

Η γερόντισσα είχε βαφτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυταΑπεταξάμενος. — «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ». Η ανάδοχος έκαμε φφ! πφ! Ο ιερεύς της είπε να στραφή προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος. — «Συντάσσει τω Χριστώ;,» . . . «Και πιστεύεις αυτώ;». Είπεν ολίγα λόγια από το «Πιστεύω», άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν.

Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν· μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του. . . Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη: — Μπα! είπε· δε δίνω ένα παρά εγώ.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Ο βοσκός Θύρσις είναι αυθαδέστατος και η βοσκοπούλα Φιλίς είναι αναιδεστάτη να λέη τέτοια πράγματα μπροστά στον πατέρα της. Αι! . . . πού είναι θα λόγια που έλεγες; Μόνο νότες είναι γραμμένες εδώ. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Τι! Δεν ξαίρετε πως τώρα τελευταία, κύριε, βρέθηκε τρόπος να γράφωνται μόνο νότες και να υπονοούνται τα λόγια; ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά. Δούλος σας, κύριε και . . . au revoir.

Και αφού ετιμώρησε το βάναυσο για την κακοήθειά του, πλησιάζει τη βοσκοπούλα. Ω! τι βλέπει! τα ωμορφότερα του κόσμου μάτια της έχυναν τα ωμορφότερα δάκρυα του κόσμου. Αλλοίμονο! είπε από μέσα του, πώς μπόρεσε να προσβάλη ένα τόσο αξιολάτρευτο πλάσμα.

Κ' η Χλόη χαιρότανε κ' επίστευε σαν κόρη και σαν βοσκοπούλα και που θαρρούσε, και τα γίδια και τα πρόβατα είναι για τους βοσκούς και τους γιδάρηδες ξεχωριστοί θεοί.

Βλέπει τις ετοιμασίες για κείνο που φοβείται, βλέπει τον ανάξιον αντίζηλο που η ιδιοτροπία του πατέρα της αντιτάσσει στον έρωτά του, και τον βλέπει θριαμβεύοντα τον γελοίο εκείνον αντίζηλο κοντά στην αγαπημένη του βοσκοπούλα σαν να έχη εξασφαλισμένη την κατάκτησί της. Δεν μπορεί να κρατήση την οργή του.