Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . . — Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ. Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.
— Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέρο — Σταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε.
Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!
Ήτο πολύ πτωχός ο κυρ Σταμάτης· είχε την καλύβα του εκεί κοντά 'ς την ακροθαλασσιά, κατοικούσε εις αυτήν με την Φωτεινήν και την Βασιλικήν, μεγαλυτέραν αδελφήν της, και με την καλήν των μητέρα, η οποία εκείνας τας ημέρας είχεν αποκτήσει ένα μωρό, τον χαϊδευμένον απ' όλους Γιαννάκην. Χαρούμενος έφυγε το πρωί ο κυρ Σταμάτης, αλλά πόσον δυστυχής επέστρεψε το βράδυ!
Την άλλην ημέραν κόσμος πολύς έτρεξεν εις το παραθαλάσσιον να ίδη το ωραίον πλοίον, το οποίον έρριψεν εις την θάλασσαν ο κυρ Σταμάτης· βαρειά φορτωμένο, είχε και όλα, όσα του εχρειάζετο διά το ταξείδι· ούτε τα πανιά, ούτε η άγκυρα, ούτε το τημώνι του έλειπαν. Μεγάλος πλέον πλοίαρχος ο κυρ Σταμάτης εδέχετο συγχαρητήρια από όλους.
— Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ. Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν. Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς. Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν. Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.
Τότε, σαν ενύκτωσε, ο Σταμάτης, τ' αγιόπαιδο, καθώς τον επωνόμαζεν η μάμμη του, εσήκωσεν επανάστασιν, απαιτών να υπάγουν ομού εις το Παλαιόν Χωρίον, άλλως ηπείλει ότι θα επήγαινεν αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα τα οποία θα ωδήγουν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο. Η γραία ενέδωκε, και άμα τη ανατολή της σελήνης ανεχώρησαν ομού.
— Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματα 'ς το σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν.
Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγήται εις τον εξάδελφόν του το πώς εγέλασε τα δυο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν», και ματαιώσας τα σχέδιά των, τα έσκιαξεν αυτός, αντί να τον σκιάξουν εκείνα.
Κατόπιν ο μικρός γέρων ήρχισε να διηγήται παραμύθια χειμερινά, και ν' απαγγέλλη αισθηματικά δίστιχα. Αι δύο κόραι, με το πλέξιμόν τους εις το στέρνον, τον ήκουον με το έν αυτί κ' εγέλων χωρίς όρεξιν. Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, διά να τας κάμη να διασκεδάσουν και αποσπάση τον νουν των από την τυραννούσαν σκέψιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν