United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλυσε την θηλειάν από τας μασχάλας του, έδεσε καλά την Ψαρήν περί το στέρνον, και υπό τους προσθίους πόδας. Έκαμε σημείον, και οι τρεις άνδρες άνωθεν του βράχου ήρχισαν ν' ανασύρωσι σιγά-σιγά την Ψαρήν. Μετά δέκα λεπτά της ώρας κατήλθε πάλιν κενόν το σχοινίον. Ο Στάθης έδεσε την Στέρφαν, και οι τρεις άνδρες ανέσυραν την Στέρφαν.

Κατόπιν ο μικρός γέρων ήρχισε να διηγήται παραμύθια χειμερινά, και ν' απαγγέλλη αισθηματικά δίστιχα. Αι δύο κόραι, με το πλέξιμόν τους εις το στέρνον, τον ήκουον με το έν αυτί κ' εγέλων χωρίς όρεξιν. Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, διά να τας κάμη να διασκεδάσουν και αποσπάση τον νουν των από την τυραννούσαν σκέψιν.

Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλυστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της. Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης. Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Άι-Σώστην. Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν.

Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, έν πράγμα εύρισκεν ότι είχε κάμη και τότε και τώρα το είχε κάμη διά καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ' έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ' επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος.

Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα.

Οι λίθοι τους οποίους εξετόπιζε πατούσα, ήσαν ως βάσις και θεμέλιον εις όλον τον άπειρον σωρόν των λίθων, τον απλούμενον επί του πρανούς του κρημνού. Καθώς έφευγον οι πρώτοι λίθοι, άλλοι λίθοι ήρχοντο να λάβωσι την θέσιν των, μετ' αυτούς δε άλλοι. Και ούτω η παλίρροια όλη του κρημνού ήρχετο κατ' επάνω της, έπιπτεν εις τας κνήμας και τα σκέλη της, εις τας χείρας και το στέρνον της.

Και το ωραίον πολύπτυχον φόρεμα, το χαρένιο με το γλυκό βυσσινί χρώμα, και το οποίον έκαμνε νερά-νερά εις το βλέμμα, το έκαμε φαιλόνιον διά να σκέπη ο ιερεύς τα νώτα και το στέρνον του, όταν ίσταται ενώπιον του θυσιαστηρίου. Και όλην αυτήν την αλλαξιάν των ιερών αμφίων, την είχε προσφέρει εις τον παππα-Μπεφάνην, τον συχνόν λειτουργόν και σχεδόν εφημέριον του μικρού βορεινού παρεκκλησίου.

Όσον απέβλεπε τα εδώ, αυτός, επιθέτων εις το στέρνον την χείρα, τον έπαιρνεν επάνω του. Από εδώ ήτο σίγουρος βουλευτής, του το έδιδεν εγγράφως· εκεί να κυττάξη, πέρα εκεί, να μη τους φάνε, τα μάτια του τέσσερα. Ο Χαρτουλάριος επείσθη δους τα πιστά εις τον Λάμπρον, και ανεχώρησε μετά των άλλων.

Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κ' επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες μάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα.