United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσον απροσδόκητος εφάνη εις αυτόν ο ισχυρισμός ούτος της γυναικός του, ώστε δεν εύρεν άλλο τι πρόχειρον την ώραν εκείνην ο Στάθης παρά να καγχάση.

Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε, είπεν ο Στάθης. Ο γέρο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς·Άλλοι σπέρνανε, κι' άλλοι θερίζουνε.

Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφασι ο γαμβρός; Τώρα πλεια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν' απομείνουμε . . . Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη, και πη πως δε στεφανώνεται! . . . Κάλλιο έχω να . . . Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ' έξω, και ίσως είχε τείνει το ους ή τυχαίως ήκουσεν.

Ο μπάρμπα-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χατονομίσματα, και δεν είξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον κ' εφώναξε τον Αντώνην τον Βλάχον·Πάτερ Αβραάμ! . . . ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!

Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ' τα θεία, παππά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης. — Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά, . . . Μα ακόμα, ακόμα . . . — Έχουμε ταμμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ' Άι-Παντελέημονα . . . Την είχεν ονειρέψει του Κωνσταντή η γυναίκα. — Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.

Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση κ' εχτύπαγε με βιάσι, πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει, κι' αυτό το πανωφόρι. . . Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση; Έ, νύχτα,—όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι• όπου κι' αν χέσω δηλαδή κανένας δεν με βλέπει.

Ο Στάθης εγέλασε βεβιασμένως. Πολύ παράδοξος του εφαίνετο η απάντησις αύτη της γυναικός του. Και όχι τόρα διότι ήτο νεόνυμφος αλλά και γραία αν ήτο πάλιν δεν επετρέπετο εις την Σμάλτω να πάγη εις τον μύλον.

Εις πράγματα τόσον λεπτά, όπου αποβλέπουν την ζωήν και το συμφέρον του ανθρώπου, κανείς δεν πρέπει ν' αναγκάζη τον άλλον. Ο ίδιος θα δώση λόγον. Κη λες, παππά μ', σαν πάθω τίποτα, θα πάω κολασμένος; ηρώτησεν ο Στάθης. — Αυτό ο Θεός το ξέρει, είπεν ο ιερεύς. Εσείς, οι πλειότεροι, είσθε αλιβάνιστοι. Δεν ζυγώνετεεκκλησία!

Και ο Στάθης έκυπτε και έκυπτε προς την άβυσσον, αφειδών της ιδίας ψυχής του, περιφρονών τον ίλιγγον, προκαλών την σκοτοδίνην, διά να τας ίδη καλλίτερον. Και τα δύο ζωντανά πράγματα ίσταντο και εκάθηντο και έκαμπτον τα γόνατα επί της στενής προβολής του βράχου, και μόνον η μία, η Ψαρή, απήντησε τέλος διά παραπονετικού βελάσματος εις τας προσκλήσεις του κυρίου της.

Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώχει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες . . . Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ' αρπάξ' η θυγατέρα σου, την ώραν που τον έπιασεν ο βήχας . . . κι' αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση της χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός. Τώρα πλεια η πόρτα έκλεισε . . . Πανωπροίκια δεν έχει.