United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εάν εξετάσωμεν το ερχόμενον κατόπιν από όσα ζητήματα εθέσαμεν υπό συζήτησιν, φίλε Κλεινία και Λακεδαιμόνιε πατριώτηδηλαδή μετά την ανδρείαν βεβαίως πρέπει να ομιλήσωμεν περί σωφροσύνηςποίαν διαφοράν θα εύρωμεν εις αυτά τα πολιτεύματα ή εις τα τυχαίως καταρτισμένα, καθώς είπαμεν διά τα πολεμικά προ ολίγου; Σχεδόν δεν είναι εύκολον.

Μα, μωρέ παιδί μου, δεν τήνε λυπάσαι που 'γίνηκε η άμοιρη πετσί και κόκαλο από την αγάπη που σούχει; — Δε λυπούμαι κιανένα! Όταν όμως μετά τινας ημέρας την είδε τυχαίως εις την βρύσιν, δεν ηδυνήθη να μείνη ανάλγητος και κάτι τι ως τύψις συνετάραξε την ψυχήν του. Η καϋμένη η Πηγή ήτο τωόντι αξιολύπητος. Από την άλλοτε δροσεράν, εύθυμον και πλήρη ζωής κόρην έμενε μόνον μία μελαγχολική σκιά.

Η αδελφή Καρμήλη είχεν από μακρού χρόνου την έξιν ταύτην, να μη δύναται ουδέ λέξιν να προφέρη χωρίς να παραθέτη, συγχρόνως λατινικά κείμενα εκ της Βουλγάτας, ων δεν ενόει μεν την έννοιαν, αλλ' ενίοτε συνέπιπτεν ώστε η σημασία αυτών να συμφωνή τυχαίως προς τα υπ' αυτής λεγόμενα. Τούτο δε προήρχετο εκ του ότι αι συνδιαλέξεις της δεν εξήρχοντο ποτέ εκ του κύκλου των ρητών, όσα είχεν αποστηθίσει.

Ο Τρέκλας έδειξε τυχαίως την μίαν πλευράν της οικοδομής, χωρίς να ειξεύρη αν έλεγεν άλήθειαν ή όχι. — Εκεί είνε, είπε. — Και έχει παράθυρον προς τα έξω το δωμάτων της; — Δεν ξεύρω. — Πώς δεν ξεύρεις; Αφού το μέρος σου είνε γνωστόν. — Ποιος σου είπε πως μου είνε γνωστόν; — Εσύ το είπες. — Εγώ; — Αλλά μ' εμπαίζεις, φίλε μου, είπεν ο ξένος παρατείνων την υπομονήν του. — Όχι.

Ο Αγάλλος έστρεψε το βλέμμα, και είδεν ωραίαν όψιν νεαράς γυναικός, της οποίας το βλέμμα επί στιγμήν έπεσε τυχαίως επάνω του. Δεν την είδε πλέον, αν και πολλάκις επανέφερε προς τα εκεί το βλέμμα. Συγχρόνως μία γρηά κυρτή επέρασεν έμπροσθέν του, τον εγνώρισε, και του είπε: «Καλώς ώρσες». Ο Αγάλλος την ενθυμήθη. — Δεν είσαι η Μανιά; της είπε. Το Γηρακώ της Κατερίνας, που σε λένε κοινώς Μανιά;

Σωκράτης Ποίον δε εκ των δύο· αυτοί οι καλοί και αγαθοί άνθρωποι τυχαίως έγιναν τοιούτοι, μη διδαχθέντες παρ' ουδενός, ειμπορούν όμως να διδάσκουν και άλλους, ακριβώς εκείνα τα οποία δεν έμαθαν; Άνυτος Βεβαίως εγώ νομίζω, ότι και αυτοί έμαθαν εκ των προτέρων οι οποίοι ήσαν καλοί και αγαθοί· ή δεν σου φαίνεται, ότι έχουν γεννηθή πολλοί και αγαθοί εις ταύτην την πόλιν;

Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφασι ο γαμβρός; Τώρα πλεια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν' απομείνουμε . . . Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη, και πη πως δε στεφανώνεται! . . . Κάλλιο έχω να . . . Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ' έξω, και ίσως είχε τείνει το ους ή τυχαίως ήκουσεν.

Ο Φέγγων από φθόνον, και διά να χαρή μόνος την εξουσίαν, αποπλανά την γυναικαδέλφην του Γερούθην, φονεύει τον αδελφόν του και διαδίδει εις τον κόσμον ότι ο φόνος συνέβη τυχαίως, εις την στιγμήν οπού αυτός επροσπαθούσε να σώση την Γερούθην από την φονικήν μανίαν του συζύγου της.

Δηλαδή ο μεν μεγαλόψυχος δικαίως περιφρονεί, — διότι κρίνει ορθώς, — οι κοινοί όμως τυχαίως. &Λεπτομερής χαρακτηρισμός του μεγαλοψύχου, μέχρι φυσιογνωμίας.& — Δεν είναι δε ριψοκίνδυνος διά μικρά πράγματα ούτε φιλοκίνδυνος, διότι ολίγα πράγματα εκτιμά. Είναι όμως ριψοκίνδυνος διά τα μεγάλα, και όταν κινδυνεύη δεν προφυλάττει την ζωήν του, διότι θεωρεί ότι δεν είναι άξιον να ζη όπως όπως.

Stevenson . Τόσον ετρόμαξε αναγνωρίζοντας στη δική του περιπέτεια τη φοβερή εκείνη και καλογραμμένη σκηνή, και το ότι έκανε τυχαίως αλλά πραγματικά ό,τι ο κ. Hyde του μύθου είχε κάνει σκόπιμα, ώστε τόβαλε στα πόδια όσο μπορούσε πιο γρήγορα.