United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μες στον πύργο, στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος, 665 τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα· κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχηΤότε ο γοργός του μίλησε γιος του Πηλιά και τούπε «Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αφτό καθώς ορίζεις, έτσι· τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν θα πιάσω670

Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της προπαρελθούσης τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων.

Θα ειπή ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας και ειπήτε ραπ! Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.

Τι κόσμος αποτρόπαιος! . . κανείς καλά δεν ξέρει γιατί κοιμάται και ξυπνά, γιατί γελά και χαίρει σε κάθε αλλαγή καιρού . . . ψέμμα και πλάνη τα κακά, καθώς και τα καλά, ο άνθρωπος τον άνθρωπον αιώνια γελά, και ζούμε έτσι κουτουρού.

Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες. Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα.

Τα παντοπωλεία ήσαν κλειστά και τα άλλα μαγαζεία. Ολίγος κόσμος εφαίνετο έξω. Μόλις ήρχιζαν την ώραν εκείνην, κρυφά -κρυφά, ν' ανοίγουν μερικά υπόγεια, τα οποία εν Αθήναις είνε επτάψυχα, σαν την επτάψυχη γυναίκα, που πότε πεθαίνει και πότε ανασταίνεται.

Απέρχονται η ΡΕΓΑΝΗ, ο ΔΟΥΞ της ΚΟΡΝΟΥΑΛΛΗΣ και υπηρέται. ΓΛΟΣΤ. Λυπούμαι, φίλε. Αλλ' αυτό είναι η προσταγή του, κι' όταν ο δούκας θέλη τι, ο κόσμος όλος 'ξεύρει, ότι κανείς δεν ημπορεί να του αλλάξη γνώμην. Αλλά εγώ προς χάριν σου θα τον παρακαλέσω. ΚΕΝΤ Αυθέντα, μη, παρακαλώ.

— Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια.

Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή. — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια.

Ο κόσμος ήτο εις κίνησιν, αι οδοί πλήρεις ανθρώπων, μεταξύ δ' αυτών άνδρες ένοπλοι, οίτινες εφαίνοντο ξένοι• εις τας θύρας των οικιών γυναίκες και παιδία έβλεπον και ωμίλουν ήτο ως εν ημέρα εορτής, και ήσαν τω όντι εορτάσιμοι ημέραι εκείναι. Αλλ' η επί των προσώπων ανησυχία εμαρτύρει ότι το χωρίον δεν εώρταζεν. Ο πατήρ μου επλησίασε γέροντα χωρικόν ιστάμενον παρά την ανοικτήν θύραν του.