United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να περπατούμε της ερμιαίς, τ' απάτητά τα δάση, Πούναι τα γάργαρα νερά, τ' αμάζευτα λουλούδια, Που κελαϊδούν ανύποπτα η πέρδικες, τ' αηδόνια. Από τον κόσμο να χαθή, να σβύση τ' όνομά μας, Κι' ο κόσμος πάλι να χαθή, να σβύση απ' την καρδιά μας. Κ' η ταιριασμένη αγάπη μας νάν' ένας κόσμος άλλος. Να πάρουμ' από της μυρτιαίς, να πάρουμ' απ' της δάφναις. Να πλέξουμε μια χαμηλή μόνο για εμάς καλύβα.

Ο κόσμος περνούσε ακόμα ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα. Ταμάξια, αι καβαλλάρηδες, οι πεζοί. Εγώ ξαναρώτησα το ζητιάνο: — Γιατί κυττάζεις έτσι αυτό το δρομαλάκι; Ο ζητιάνος χωρίς να γυρίση να με ιδή μου αποκρίθηκε, μ' έναν αναστεναγμό: — Είναι το δρομαλάκι της ευτυχίας. Γέλασα και του είπα: — Ποιος σου το είπε εσένα; Ο ζητιάνος στενοχωρημένος μου μάσησε δυο λόγια: — Δεν ξέρω....

Τότε ο ιερεύς απεφάσισε και έκαμε και τας δύο άλλας καταδύσεις, βαπτίζων «την δούλην του Θεού Αγλαΐαν». O Μπαρμπαρέζος, όστις δεν έλειπεν από την εκκλησίαν, οσάκις την ιεροτελεστίαν επηκολούθει γεύμα, εστέκετο πλησίον του Μουστοβασίλη και επεδοκίμασε τους λόγους του. Με αυτήν την φιλονεικίαν εκινδύνευε να κρυώση το παιδί.. . ίσως δε και το φαΐ. Δεν εχαλούσε κι ο κόσμος για τόνομα.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Προσπαθείτε, κυρία μου, να με αναγκάσετε να σας απαντήσω με αυθάδεια· να είστε όμως βεβαία πως δε θα το κατορθώσετε. ΜΠΕΛΙΝΑ Η αυθάδειά σου δεν έχει ταίρι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, κυρία μου, ό,τι κι' αν πήτε. ΜΠΕΛΙΝΑ Κ' έχεις μια τόσο γελοία περηφάνεια και μια τόσο αυθαδέστατη έπαρσι, που όλος ο κόσμος απορεί. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Σας επαναλαμβάνω, κυρία μου, ό,τι κι' αν κάνετε, τίποτε δε θα επιτύχετε.

Πολύ πιο σωστό είναι να μην αρνηθώ τη γενιά μου· τότες με σέβεται κι ο κόσμος. Εμένα με φτάνει που με δείχνετε τόση καλοσύνη, με φτάνει που καταδέχεστε και μ' ακούτε. Δεν είναι δουλειά μου να βγάλω σήμερα στη μέση τέτοια ζητήματα. Ήθελα μόνο και μόνο να σας μιλήσω για κάτι ζητήματα της γλωσσικής μας ιστορίας.

» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ' αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην.

Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη, Μεςτην πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος, Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι! 'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις, Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα Καιτην καρδιά της ερημιά.

Αδιάφορο ποιος είταν ο σκοπός του, την πράξη του καθαυτή δεν μπορούμε να την κατακρίνουμε. Ο κόσμος είχε παρμένο όλως διόλου καινούριο δρόμο κι όλως διόλου διαφορετικό από τον παλιό.

Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς

Ναί, κάλια αφτό, κάλια ότι τύχει ας τύχει, αν είναι αφτόν ν' αφίσουμε στους ασπιστάδες Τρώες να μας τον σύρουν στο καστρί και να βουήξει ο κόσμοςΚαι πάλε αφτά κάθε έλεγε χαλκοπλισμένος Τρώας 420 «Αδρέφια, κι' αν μας γράφτηκε να πέσουμε όλοι αντάμα κοντά σ' αφτόν τον ήρωα, κανείς μη φύγει βήμα