United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.

Επειδή δε αι περιπέτειαι έχουν πολλάς και παντοειδείς διαφοράς, και άλλαι μεν έρχονται περισσότερον ηνωμέναι, άλλαι δε ολιγώτερον, είναι πολύς κόπος και ατελείωτος δι' εκάστην χωριστά, και ίσως είναι αρκετόν να ομιλήσωμεν γενικώς και υποδειγματικώς.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Ο Λιάκος υπέμεινε στωικώς την αποπομπήν του, αφού η ερωμένη του δεν συμμετείχε της συνεντεύξεως, αλλ' ουχ ήττον η εσπέρα του εφάνη ατελείωτος εις την λέσχην. Περί την δεκάτην ώραν ο υπηρέτης τον ειδοποίησεν ότι ο κύριος καθηγητής τον περιμένει κάτω. Κατέβη δρομαίος την κλίμακα και εύρε τον φίλον του περιμένοντα έξω, εις την οδόν.

Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: — Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . . Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. — Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»

Πλήρης και ατελείωτος σειρά εργασίας περιφερομένη κυκλικώς μετά της περιόδου του ενιαυτού.

Ταγέρι φορτωμένο Φοβέραις και περίγελα και φλογισμένα χνώτα Τριγύρω του εκουφόβραζε... Κανένα χηλιδόνι Δε φαίνεταιτον ουρανό να τον παρηγορήση... Ο δρόμος ατελείωτος!.. Δεξιά, ζερβιά του τοίχος Ανταριασμένοι οι Γκέγκιδες... τους ανακράζει ο Διάκος... »Δεν είν' κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης »Να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, »Να μου φυτέψη ψυχικότο μέτωπο ένα βόλι;... »

Κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο κατεβασμένος από τα χινοπωριάτικα νερά, φειδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνουνταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λειβάδια.