United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του.

Ούτε τέμπλεον είχεν ούτε πολυελαίους, αλλ' ούτε στασίδια. Ολίγας εικόνας εις τους μαυρισμένους του τοίχους και μίαν Αγίαν Τράπεζαν εφ' ης έκειτο ευλαβώς φυλασσόμενον το πυξίον του Αγίου Άρτου διά την θείαν Μετάληψιν. Λειτουργίας δεν ετέλουν. Μόνον την τακτικήν ακολουθίαν εδιάβαζον, και μετελάμβανον όσοι ήσαν προετοιμασμένοι.

Αφού εφτερούγιασαν ένα δυο λεπτά, εδώ κ' εκεί γύρω εις ταις λάμπαις και τους πολυελαίους, σαν τρελλά πουλιά που ήταν, έκαμαν έπειτα ένα μεγάλο κύκλο. Το αηδόνι εστάθη εις το κέντρο κτυπώντας σαν αρχιμουσικός με τες φτερούγες του το ρυθμό, και ακούστηκε τότε μια πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειά που θα έλεγες πως την είχε συνθέσει η μελοποιήτρια της Παράδεισος Αγία Κεκιλία.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Ο δε γέρων, επιστρεφόμενος, ίνα βεβαιωθή ότι δεν τον κατασκοπεύει τις, εξηκολούθησεν ηρέμα: — Κάτω είνε άλλη εκκλησία. Με εικόνας, και πολυελαίους, με λαμπάδας και ιερείς, με ψάλτας και βοηθούς . . . Η καρδία του Καπετάνιου επάλλετο βιαίως. — Εγίνετο λειτουργία την ημέραν της Αλώσεως, εξηκολούθησεν ο γέρων, η οποία εσταμάτησεν ατελείωτος εις το «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου . . .»

Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .

Το χτίριό της μεγάλο και σοβαρό· τις καμπάνες της πιο βροντερές, τους παπάδες της πιο καλοφορεμένους· τα κονίσματά της, τα ξεφτέρια, τους πολυέλαιους, το τέμπλο, τα μανουάλια πιο περίτεχνα. Κι αληθινά ήταν· δε μπορούσε νάχη παράπονο. Έμενε τώρα ν' αποχτήση κ' ένα θαματουργόν άγιο. Και να, που βρέθηκε το κόνισμα! Ήρθε ακάλεστο, λες κ' ήξερε την ανάγκη και την επιθυμία του.