United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλθον προς Αυτόν περιεσκεμμένως ευλαβώς, φιλοφρόνως. «Ραββί είπον μετά κολακευτικής φιλοτιμίας οίδαμεν ότι αληθής ει και την οδόν του Θεού, εν αληθεία διδάσκεις και ου μέλλει Σοι περί ουδενός· ου γαρ βλέπεις εις πρόσωπον ανθρώπων».

Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη.

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.

Ευλαβώς εκτελούνται αι τερατώδεις ιδιοτροπίαι της Κίρκης. Και το καθήκον ολονέν λησμονείται και η άβυσσος μικρόν κατά μικρόν εγγίζει. Εις τα σπάνια φωτεινά διαλείμματα, εργάζεται πυρετωδώς.

Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της. Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη. Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Μόλις ακούεται η φωνή του. Έλαμψαν τα σβυσμένα του 'μάτια, όταν ήκουσε ότι είσαι εδώ. Έλα, παππά, έλα να τον μεταλάβης. Ο ιερεύς επέστρεψε προς την είσοδον, περιεβλήθη το περιτραχήλιον, έλαβεν ευλαβώς εις χείρας τα άγια και επορεύθη προς την καλύβην. Η ωχρότης του μόνη εμαρτύρει την ταραχήν του. Το βήμα του ήτο στερεόν, αι χείρες του δεν έτρεμον καθώς πριν, δεν εδίσταζε πλέον.

Εκείνοι έμειναν ευλαβώς οπίσω, και Τον ηκολούθουν με πολλά βλέμματα φόβου καθώς βραδέως ανήρχετο την μακράν γυμνήν και απότομον φάραγγα, την άγουσαν από Ιεριχώ εις Ιερουσαλήμ. Δεν διενοείτο να μείνη εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, αλλ' επροτίμησεν ως συνήθως να σταματήση εις την αγαπητήν οικίαν της Βηθανίας.

Όλα αυτά είναι πληρωμένα. Λέγων ταύτα ο έπαρχος είχε προς στιγμήν λησμονήσει την Εφημερίδα της Θήρας. Αλλά διά μιας συνησθάνθη ότι δεν είχε το δικαίωμα να εκφέρη τοιαύτην άδικον κατηγορίαν κατά του τύπου, και ρίψας το βλέμμα εις το ανοικτόν εισέτι επί των γονάτων του φύλλον, το εδίπλωσεν ευλαβώς και το ετοποθέτησεν εις τον κόλπον του.

Τ' αναπηδήσαντα από τους οφθαλμούς της δύο δάκρυα δεν τα είδε κανείς, κανείς, ουδέ το σκότος, διότι ευθύς αι χειρίδες της τα εξήλειψαν. Διά σταθεράς χειρός ήναψε μικρόν κηρίον, ενέπηξεν αυτό επί του εδάφους, προ του εικονισματίου της και γονυπετήσασα ητένισεν αυτό ευλαβώς.

Ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε· « Μη το φοβείσ', Ευρύμαχε· και μόνος σου εννοείς το· τον θεόν τούτον ευλαβώς ο τόπος εορτάζει και τόξα θα τανύζουμεν; αλλ' ήσυχα φυλάξτε το τόξο, και ας αφήσουμε να στέκωντ' η αξίναις 260 όλαις, ως είναι, ότι κανείς δεν θα 'λθη να ταις πάρη, θαρρώ, μέσ' απ' το μέγαρο του θείου Οδυσσέα. τώρ' απαρχαίς ο κεραστής ας δώσητα ποτήρια, όπως, αφού γείν' η σπονδή, φυλάξουμε το τόξο· και ειπέτετον γιδοβοσκόν Μελάνθιον, άμα φέξη 265 να φέρη απ' όλαις ταις κοπαίς ερίφια διαλεμμένα, όπως, αφού μεριά καούν του λαμπροτόξου Φοίβου, το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση».