Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Κοιμούνται γύρω τα περιβολάκια με τα ψηλά κυπαρίσσια τους, πέρα τ' αμπέλια μόλις χωρίζουν και το ποταμάκι κάτω πόπλυνε τόσες όμορφες μέρες τα ρούχα της η νύφη, ακούεται σα να κλαίη παραπονεμένα κι αυτό, για τον ξενιτεμό της. Φεύγουν φεύγουν κι από μπρος της φεύγει κ' η αγαπημένη όψη του χωριού της, πόζησε σ' αυτό όλη τη ζωή της για ν' ακολουθήση τόρα τον ξένο αυτόν τον άντρα της.

Και νερό αναβρύζοντας από κάποια πηγή έκανε να τρέχη ποταμάκι ως που και λειβάδι χαριτωμένο απλώνονταν εμπρός στη σπηλιά, επειδή από την υγρασία φύτρωνε πολύ και μαλακό χορτάρι. Κ' ήταν εκεί κρεμασμένα και καρδάρες και παγιαύλια και σουραύλια και φλογέρες, γεροντότερων βοσκών τάματα. Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε.

Ετραγούδησεν, ετραγούδησεν, αλλ' απ' εκεί υψηλά, που εκάθητο, είδεν από μακρυά να γυαλίζη ένα ποταμάκι και επεθύμησε να υπάγη εκεί. Αλλά καθώς μ' ένα πέταγμα έφθασε και επλησίαζε διψασμένη, έξαφνα ένα φοβερό γεράκι ώρμησε και την έπιασε με τα γανζωτά του νύχια. Καλή Νεράιδα, γλύτωσέ με, εφώναξε, αλλ' η Νεράιδα πούπετα δεν εφαίνετο· πώς ευρέθη όμως έξαφνα εκεί η μητερούλα της!

Πολλές φορές μ' άρεζε να πηγαίνω προς το ποταμάκι πότρεχε γοργό γοργό, και που στην ακροποταμιά του έπλυναν ως το γόνα μέσα στο νερό, τα κορίτσια χτυπώντας δυνατά με τα παχουλά τους μπράτσα τα ρούχα με τον κόπανο.

« Ομέρ-Βριώνης κι' ο Κιοσσέ » Μεχμέτ-πασσάς διαβαίνουν » Το ποταμάκι της Γραβιάς » Με δώδεκα χιλιάδες. » Από μακριά τους φώναζα: » — Παλιαιότουρκοι! . . . Αγάδες! » Σταθήτε! . . . Πού πηγαίνετε; . . . — » Όμως αυτοί προβαίνουν

Τ' άλογά τους ψοφήσανε από την κούραση· οι προμήθειές τους τελειώσανε, τραφήκαν ένα ολόκληρο μήνα με άγριους καρπούς και βρεθήκανε τέλος κοντά σ' ένα μικρό ποταμάκι, που σ' όλο του το ρέμα είχε κοκοφοίνικες· μ' αυτούς διατηρήσανε τη ζωή τους και τις ελπίδες τους.

Ήξερε πώς τα ξανθά τα στάχυα μοιάζουνε με τα μαλλιά της Μαρίας και πώς γλυκοσαλεύουνε το απόβραδο με το γλυκόπνοο αεράκι. Και τι δεν ήξερε. Ήξερε πώς κυλάει τα νερά του το ποταμάκι απάνω στασημένια βότσαλα και πώς γλυκοκοιμώνται και ονειρεύονται τα νούφαρα μες στα νερά της λίμνης.

Την ερχομένην ημέραν διατρίβοντας ένθεν κακείθεν εις το νησί άφοβα, βλέπω εις την άκραν από ένα ποταμάκι ένα γεροντάκι· επλησίασα προς αυτό, του ωμίλησα και το εχαιρέτησα, αλλά δεν με απεκρίθη, παρά μόνον με την κλίσιν της κεφαλής, και ενόμισα, ότι είχε ναυαγήση ωσάν και εγώ.

Έπειτα με κάποια νεύματα, με έκαμε να καταλάβω ότι ήθελε να το απεράσω από εκείνο το ποταμάκι, διά να υπάγη εις το άλλο μέρος να συνάξη καρπούς να φάγη· Εγώ θέλοντας να ενεργήσω ένα έργον ευεργετικόν, έλαβον το γεροντάκι εις τους ώμους μου, που ήτον καθήμενον σιμά εις το ποταμάκι, διά να το περάσω εις το άλλο μέρος· αλλ' εν τω άμα εκείνο το πονηρόν ανθρωπόμορφον ζώον με τα ποδάρια του τα έμπροσθεν εκολλήθη εις τον λαιμόν μου τόσον σφιγκτά, που σχεδόν ήθελε να με πνίξη και έπεσα κατά γης λιποθυμημένος· εκείνο με όλον τούτο έστεκε κολλημένον εις τον λαιμόν μου.

Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της. Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη. Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν