United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε μέρα κατεβαίνει από τη σπηλιά του και στέκεται σε μια από της πύλες της Πολιτείας. Κανείς δεν μπορεί να μπη, κανείς να βγη, αν δε δώσουν, πρώτα, στο δράκοντα μια τρυφερή κόρη. Κι' όταν την πάρη στα νύχια του την καταπίνει σε λιγώτερη ώρα απ' όση χρειάζεται κανείς για να πη τον πάτερ ημών.

Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.

Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης·ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.

Κι’ αυτή του απολογήθηκε, τεντόνοντας το χέρι: — Μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά με βρίσκεις κάθε μέρα...

Ο σίφων εξερράγη, ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην και τους βράχους και τους αιγιαλούς, ο άνεμος συνεμαζεύθη εις τα άντρα και τας αγκάλας, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένως, μυστηριωδώς από την κοπείσαν κολοβήν πνοήν του ανέμου, από απειλήν νέας μανίας λυσσωδεστέρας της πρώτης, από της φοβεράς εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων.

Εκείνη τη νύχτα μια καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την πέτρα.

Κι' ήβρε μες στη βαθιά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω κάθουνταν του γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες· κι' έκλαιγε αφτή στη μέση τους του γιου της τ' αντριωμένου 85 τη μοίρα, πούτανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα ναν της χαθεί στα λιγδερά της Τριάς τα φαρδοκάμπια. Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και της κάνει «Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας

θυμίαμα κι’ αλάτι τον αρπάζουν, του παίρουν τη φωνή και τον παν στα σπήλια τους. Όταν είναι ανεμοστρόβιλος και χορεύουν τα δεντρόφυλλα σύγκυκλασύγκυκλα, ο λαός πιστεύει, ότι χορεύουν Ξωτικιές, κι’ αναμερούνε, κάνοντας το σταυρό τους. Αναφέρονται πολλοί πιστικοί, ως αρπαγμένοι από τες Ξωτικιές.

Και το δείπνο εκείνο με την ξεχωριστή καλογερική μαγειρική, το κερασένιο σουτλό κρασί, που το μέραζαν μπουκάλες μπουκάλες, με τους παχιούς εκείνους ρασοφόρους, με τον πολυλογά αστυνόμο, μέσα στην παράξενη εκείνη τραπεζαρία, ανάμεσα στους άγριους εκείνους βράχους με την αγιασμένη σπηλιά της Μονής, με την ευτυχισμένη ερημιά και τη ζωή αντάμα ενός βουνήσιου ξενοδοχείου, μόδιναν μια παράξενη κι ασυνήθιστη εντύπωση εκείνη τη νύχτα.

Αλλά και ο Ερμής επιστρέφει• ώστε πηγαίνετε να φροντίσετε διά τας δίκας, να κληρώσετε τους δικαστάς και να κρίνετε κατά τους νόμους σας, εγώ δε θα επιστρέψω εις τη σπηλιά μου να παίξω κάποιον σκοπόν ερωτικόν, με τον οποίον συνειθίζω να πειράζω την Ηχώ. Από λόγους ρητόρων και δικηγόρων έχω παραχορτάσει, διότι ακούω κάθε μέρα εκείνους που δικάζονται εις τον Άρειον Πάγον.