United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και με πόση χαρά θ' άλλαζε όλη την άταχτη και νευροφάγα ζωή του κόσμου μ' αυτή την ήσυχη, την τρυφερή, τη μαγεμμένη ερημικιά φωλιά της ευτυχίας.

Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήση τον πόνο της, την κοφτερή να δείξη το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλλέας ή Αμλέτος να πασαλείβη το πάθος του με τέτοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι μεγάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους!

«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούντα ουράνια, 150 εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. αλλάόλους ανάμεσα χαράτον άνδρα εκείνον, 'που, αφούτα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• όμοιατην Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185

Ως τόσον άρχισαν να ανάπτουν από το πιοτόν, και ο βασιλεύς με την Κυρά ωμιλούσαν διάφορα λόγια ηδονικά· η δε Κυρά δείχνοντας του πως ήτον τρυφερή προς αυτόν, του ωμίλησε με τούτον τον τρόπον.

Ζητούσε έλεος, με τόσο λυπητερή και τρυφερή φωνή, που τη λυπηθήκανε και της είπαν: «Κόρη, για να θέλη η Βασίλισσα Ιζόλδη το θάνατό σου, η κυρία η δική σου και η δική μας, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο άδικο της έχεις κάνει». Απάντησε: «Δε γνωρίζω, φίλοι. Μοναχά ένα άδικο θυμάμαι.

Αναστηλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του· διώχνει το βάρος από τα στήθη του· χαρά γλυκοδροσίζει την ψυχή του. — Τα ονόματα; λέγει στον υπάλληλο με τρυφερή φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματά τους; — Πέτρος και Γιάννης· του απαντά σε λίγο με πλάνα έκφρασι ο υπάλληλος. Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης, είνε τα ονόματα των αδερφιών του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο.

Γιατί τέτοια είναι η δύναμί του: κείνοι που θα πιούν μαζύ, θ' αγαπηθούν με όλες της αισθήσεις τους και όλη τους την ψυχή, πάντα, στη ζωή και στο θάνατο». Η Βραγγίνα υπεσχέθη στη Βασίλισσα ότι θάκανε κατά το θέλημά της. Το καράβι έσχιζε τα βαθειά κύματα κ' έφερνε μακρυά την Ιζόλδη. Αλλά όσο έφευγε μακρύτερα από την Ιρλανδική γη, τόσο θλιβερώτερα θρηνούσε η τρυφερή κόρη.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν, μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις. Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε. ΟΦΗΛΙΑ Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία της αγάπης του, Κύριε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου! Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιντα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.

Με το μέσο της αγάπης της μητέρας του γνώρισε ο μικρός Σβεν όλον τον κόσμο γύρω του κ' επειδή αυτή η αγάπη ταίριαζε με τη δική του φύση, τη γεμάτη τρυφερή αφοσίωση, όπως κι αυτός ταίριαζε με κείνη, που κάθε μέρα του έδινε κάτι νέο, όλο και κάτι περσότεροέτσι ο Σβεν δεν μπορούσε να σκεφτή διαφορετικά παρά να εκφράζη φυσικά κι απλά, όπως του ερχότανε, καθετί που σάλευε, μεγάλωνε και ρωτούσε μέσα του.

Και κάθε μοιρολόγι, Οπού για σένα κλαίμ' εμείς, τα έρμα τα παιδιά σου, Μέσ' 'ς την καρδιά τους σάρακας να γίνη να τους τρώγη! Αχ! πότε, μάνα μας γλυκειά, την τρυφερή αγκαλιά σου Ασπροντυμένη, ελεύθερη, μάνα, 'ς εμάς θ' ανοίξης, Να μας φιλήση ελεύθερο το ολόγλυκό σου στόμα, Κ' ελεύθερη την ώμορφη θωριά σου να μας δείξης!.. Πότε θα ιδούμε ανθόστρωτο το ιερό σου χώμα!