United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απόσα επροβάλθηκαν, δεν είναι πιθανό Να λάβη κάνα ώφελος ο νέος ασθενής. Και ίσως εσυμπέραινε, μου φαίνεται, κανείς, Με πλέον βεβαιώτητα και λόγον καθαρόν, Ανίσως το απόδιδε των μοναχών νευρών. Δι αυτό νομίζω άφευκτα, τα ερεθιστικά· Και να που έχω πρόχειρα τα επιθετικά. Σ' αυτά σηκώθη άπειρη λογοτριβή σφοδρή, Καθένας δικαιώνεται, τον άλλον αναιρεί.

Τα μάτια της ρωτούσαν μ' ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είνε άρρωστος βαρειά ο ΓιώργοςΑλλ' η φωνή της είπε άλλο. — Στην ώρα κείνη και στη ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψης, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυρας μ' ο Θεός, απού θα με κρίνη, πως ήκαμα ό,τι μου 'τονε μπορετό και πάντα τούλεγα να μη σιμόνη στη φωτιά που με κεντά.

Και θάφηνε η δικαιοσύνη του Θεού κη άπειρη καλωσύνη της Παναγίας να γίνη ένα τόσο μεγάλο άδικο; Τόσοι κακοί άνθρωποι ζούσαν και θα πέθαινε τόσο σκληρά μια κοπελιά που δεν έκαμε κακό ανθρώπου; Πόσες φορές αργότερα μου δόθηκεν αφορμή να κάμω αυτό το συλλογισμό, έως όπου έφτασα στην ανυπαρξία ανώτερης δικαιοσύνης, αλλά και χωρίς να πάψω να πιστεύω στην ανώτερη αξία της καλωσύνης!

Είν' ευτύχημα μολοντούτο για μας ότι η Φύση είναι τόσον ατελής, γιατί αλλοιώτικα δεν θα είχαμε διόλου Τέχνη. Η Τέχνη είναι η έξυπνη διαμαρτυρία μας και η γενναία προσπάθειά μας να βάλουμε τη φύση στη θέση της. Όσο για την άπειρη ποικιλία της φύσεως, είναι σωστό παραμύθι αυτή. Δεν βρίσκεται στη φύση, μα στη φαντασία ή την καλλιεργημένη τυφλομάρα εκείνου που τη βλέπει.

Ακόμης λιγώτερο είναι η Πρεσβεία και το Προξενείο, που έχουν μεταφερθεί εκεί με άπειρη πεζότητα και γραφειοκρατική ανοστιά από την Ελλάδα. Η Πόλη είναι άραγε πια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι και στην Πόλη την καθαυτό, κ' εκεί έπαιρνα ό,τι εύρισκα δικό μου. Την Αγιά Σοφιά, με το Σταυρό που έκαμα την έκαμα δική μου, την πήρα πίσω τη Μεγάλη Εκκλησιά.

Το κέντρο της εικόνας είναι γεμισμένο με ισκιερά λειβάδια που γέρνουν προς τις εκβολές κάποιου ποταμούπιο πέρα φαίνετ' η άπειρη δύναμη των ρεμμάτων του Ωκεανού, που απ' τα βάθη του η Ροδοδάκτυλος Ηώς, σβύνοντας ταστέρια, οδηγεί ψηλά τους θαλασσόβρεκτους ίππους της για να ιδή την αγωνία του πεθαμού της αντιπάλου της». Αν η περιγραφή αυτή ξαναγραφόταν με προσοχή, θα ήταν πράγματι θαυμασία.

Είπε•τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνωτην θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100 τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη• και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη• κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105 κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότετην θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαντους κρατήραις, 110 ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.

Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο. Στεφ. Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου.

Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονταιτον αιώνα. και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.

Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταξε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι' εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ' από τον φρικτόν αγώνα. — Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου. — Μην ακούς τον κόσμο, κυρά!