United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγον δε κατωτέρω της Μέσης, κατορθώσας να λύση τα δεσμά του, απεπειράθη να φύγη. Αλλ' οι Τούρκοι τον συνέλαβον και ανακαλύψαντες τότε ποίος ήτο, τον εθανάτωσαν κατά τρόπον φρικτόν, ακρωτηριάσαντες και διαμελίσαντες αυτόν. Εις το Ρέθυμνον ο τουρκικός όχλος υπεδέχθη τους αιχμαλώτους με λοιδορίας και εμπτυσμούς.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τι είπες ; Ω ! πολύ φρικτόν λόγον επρόφερες και εφαντάσθης άμα, βασίλισσα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μη ταράττεσαι. Μάλλον αποκρίσου μοι εις ό,τι σε ηρώτησα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εάν θέλης να σοι απαντώ λογικώς, πρέπει συ πρώτη ευλόγους ερωτήσεις να μοι απευθύνης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είναι τοιαύται. Μη διεκφεύγης λοιπόν, αλλ' αποκρίσου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ω μοίρα και τύχη και δαίμον μου απαίσιε !

Και είδα την άπειρή του φρίκη και την ματιά του την τρομαγμένη, που ξέταξε κλεφτάτα κλεφτάτα τα ρούχα, και το δεξί του χέρι, ως ανάμεσα στα δάχτυλα! Ωσάν να ήτανε χρισμένος κάτι τι κι' εφοβούνταν μην το διούμε. Και ύστερ' από τον φρικτόν αγώνα. — Ω, Παναγία μου! σαν κανείς που ψυχομαχά λαιμοπνιγμένος, παιδί μου. — Μην ακούς τον κόσμο, κυρά!

Οι άνθρωποί μου όλοι είναι καλοί και διαλεκτοί· τα χρέη των τα ’ξεύρουν δεν εντροπιάζουν την τιμήν και το αξίωμά των. — Ω Κορδηλία, διατί το ελαφρόν σου πταίσμα να μου φανή τόσον φρικτόν; Και πώς να μου στρεβλώση το φυσικόν, και την καρδιάν να μου την ξετοπίση, και εις χολήν την τόσην μου αγάπην να γυρίση; Ω Ληρ, ω Ληρ! Κτύπα εδώ, ν' ανοίξη, Ληρ, η θύρα να έμβη η τρέλλα και ο νους να φύγη!

Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Δοναλβαίν. ΜΑΚΒΕΘ βλέπων τας χείρας του. Ω θέαμα φρικτόν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ανοησίαι, να λέγης: θέαμα φρικτόν! ΜΑΚΒΕΘτον ύπνον του ο ένας εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν» κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω, κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ας λέγη ό,τι θέλει, εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου, με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον! Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω, κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Βουκόλε, αφ' ούτε ανόητος ούτε αγενής συ δείχνεις, κ' εγώ βλέπ' ότ' η σύνεσις ταις φρέναις σου φωτίζει, άκου τι λέγω και φρικτόν όρκον ομόνω ακόμη· μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι 230 και η γωνία, 'πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, συ δω θα ήσαι και άσφαλτα θα φθάσ' ο Οδυσσέας, και με τα μάτια σου θα ιδής, αν θέλης, τους μνηστήραις, 'που ηγεμονεύουν τώρα εδώ, να πέφτουν σκοτωμένοι».

Αθάνατοι δεν είναι. Λοιπόν και συ κάμε καρδιά. Απόψε, πριν αρχίση μέσ' 'ς ταις καμάραις να πετά τυφλά η νυκτερίδα, πριν κράξη τον ασκάθαρον η σκοτεινή Εκάτη το νυσταγμένον σήμαντρον της Νύκτας να βοΰση, πράγμα φρικτόν και φοβερόν θα γείνη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θα γείνη;

Διά ταύτα η χώρα είνε ακατοίκητος. Αλλά πώς να κατοικηθή όταν έχη κλίμα τόσον φρικτόν και είνε τόσον ξηρά και άφορος; Είνε τόσος ο καύσων και τόσον φλογερός και πεπυρακτωμένος ο αήρ και τόσον βράζει η άμμος, ώστε η χώρα εκείνη αποβαίνει εντελώς άβατος.

Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν, θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον, ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς.