United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.

Έν' απ' αυτά ψηλό, νευρωμένο κι άγριο άγριο, με μαλλί δασύ και σταχτερό σαν το θαμπό φως της αυγής, χύθηκε απάνω τους ίσα, ανοίγοντας τα σαγόνια του, πετώντας όξω κόκκινη φωτιά τη γλώσσα του και τα κοφτερά δόντια του. — Τι το φυλάτε, μωρέ, και δε το σκοτόνετε, φωνάζει, κ' ένας στρατιώτης σηκόνει τον κόπανο, του καταφέρνει μια και τ' ανοίγει σε δυο το κεφάλι.

ΙΩΝ Έχει και άλλο γνώρισμα, ή μόνο τούτο βρήκες; ΚΡΕΟΥΣΑ Δυο δράκοντας, που αστράφτουνε μ' ολόχρυσα σαγόνια. ΙΩΝ Δώρο είν' αυτό της Αθηνάς, ή για παιδιά φτιασμένο; ΚΡΕΟΥΣΑ Αντιγραφή του παλαιού Ερεχθονίου είνε. ΙΩΝ Και τα χρυσά για ποιά δουλειά και για ποιο λόγο τάχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Να τάχη περιδέραια το νεογέννητό μου.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ας λέγη ό,τι θέλει, εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου, με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον! Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω, κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!

Αυτά π' κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησετον Τηλέμαχον κατόπι, καιτην μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικόςτην όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενοςανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».

Του δίνομε το λόγο μας κι όταν τελειώνη τη θλιβερή διήγησή του δεν το βαστούμε, μα τραβούμε παραπέρα· τέτοια σκληρότης είναι πράγματι φιλοφροσύνη, γιατί ποιος μπορεί νάναι πιο ποταπός από κείνον που σπλαχνίζεται τους καταδικασμένους από τον Θεό; Ανάμεσα στα σαγόνια του Εωσφόρου βλέπομε τον άνθρωπο που πούλησε τον Χριστό κ' εκείνους που σκότωσαν τον Καίσαρα.

Και ο ψωμάς σας καρτερεί• την ώραν σας μη χάσετε κ' ελάτε τα σαγόνια σας, πολίται, να γυμνάσετε! Β' ΑΝΗΡ Σαν είνε έτσι το λοιπόν, εμένα τι με μέλει; τραβώ κ' εγώ για το φαΐ, η πόλις σαν το θέλη. Α' ΑΝΗΡ Αι! και για που, παρακαλώ, αφού δεν έχεις δώση; Β' ΑΝΗΡ Για το φαΐ. Α' ΑΝΗΡ Δεν θα το φας, αν έχουν νου και γνώσι, πριν καταθέσης βέβαια. Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, τα δίνω. Α' ΑΝΗΡ Πότε λοιπόν;

Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Ένας λαιμός, που χωρατά καθόλου δεν σηκόνει, κάτι σαγόνια, μάγουλα, και γένεια και μουστάκι, και κάτι μάτια με φακούς, που τα στραβόν' η σκόνη, και πας 'στόν Διαμαντόπουλο και 'στόν Αναγνωστάκη. Κάτι ποδάρια έπειτα με γόνατα και σκέλη κι' όμως κανείς ελεύθερα δεν πάει όπου θέλει, και δυο ξεράδια 'στά καλά των άλλων να ταπλώνης, και δάκτυλα για να μετράς και για να φασκελώνης.