United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα.

Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε. — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ' την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι. — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο. Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος. — Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.

Και τ' αγιοκέρι που μόλις έφεγγε στο μεγάλο σα στρατώνα κελί, φώτισε τους δυο χωρικούς, που άλαλοι και σαστισμένοι, φίλησαν αρπαχτικά το χέρι του ηγούμενου, έβγαλαν τα τσαρούχια τους, τα πήραν στα χέρια τους, και πατώντας στα νύχια, χάθηκαν σαν ίσκιοι από την πόρτα, ενώ ο ηγούμενος έσβυνε φυσώντας με τα χείλη του τ' αγιοκέρι.

Έν' αγιόκερι κι εκεί σαν το δικό μου, απάνω σ' ένα τραπεζάκι, φώτιζε το κελί απαράλλαχτο σαν το δικό μου. Κατάχαμα στις σανίδες είταν ξαπλωμένοι δυο χωριάτες, κουρελλιοντυμένοι, ξερακιανοί κι αδύνατοι, χωρίς να κουνιώνται. Τους πρόσεξα καλά κι είδα πως είταν πιστάγκωνα δεμένοι.

Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού.