United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.

Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας. Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη.

Η εν λόγω μονή του Αγίου Αθανασίου ήτο κράμα αμφοτέρων των σχολών τούτων. Ο ιδρυτής αυτής, ακμάσας κατά τον θ' αιώνα, ήτο ευπαίδευτος μοναχός, πιστός οπαδός των αυταδέλφων Γραπτών και του Θεοδώρου του Στουδίτου, ακολουθήσας τα ίχνη αυτών εις τον κατά των εικονομάχων πόλεμον.

Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.

Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. Κωστ. Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις; κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς; μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις, δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς; Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

ΠΥΘΙΑ Τη μάννα που σ' εγέννησε, πάρε τ' αυτά και βρέσ' τη. ΙΩΝ Και στην Ασία θα διαβώ και στην Ευρώπην όλη. ΠΥΘΙΑ Εσύ μονάχος θα τη βρης. Σ' ανέθρεψα, παιδί μου, ακούοντας εις το θεό, και σου τα δίνω τούτα που ηθέλησα να πάρω εγώ, χωρίς να με προστάξης, και να σε σώσω• το γιατί δεν θα το ειπώ σε σένα.

Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός• εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεταννίας εις κομητάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων.

Μόλις ευχαριστήθηκαν, απ' το φαΐ χορτάτοι, να ένας γέρος που έρχεται και στέκεται στη μέση, που όλοι γύρω οι σύνδειπνοι εβάλανε τα γέλια από την προθυμία του• νερό για να νιφτούνε τους έρριχνε στα χέρια τους, και σμύρνα ευωδιασμένη καίοντας, ξαναπήγαινε και με χρυσά ποτήρια εκέρναγε, μονάχος του λαβαίνοντας τον κόπο.

Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.