United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού! ο νεκροθάπτης βαθύν ανοίγει λάκκον και «δεν μου λες αλήθειαμου λέγει προπετώςγι' αυτό εδώ τι γράφει ο Σπένσερ και ο Βάκωνκι' εμένα τεταρταίος με πιάνει πυρετός. Τρελλούς ακούω νέους ποτήρια να βροντούν και όλοι κοκκινίζουν από το πίνε πίνε... «καλώς σας ηύρα» λέγω, κι' εκείνοι μ' απαντούν «μονάχος σύντροφός σου ο νεκροθάπτης είναι».

Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσκοβολισμένο περιβόλι! Και τ' ήταν αυτός παρά ένας και μοναχός τραγουδιστής, που έχυνε τη φωνή του όχι για τίποτ' άλλο παρά για να ξετυλίξη την ψυχή του στα ψηλά και μέσα της να πνίξη όλο το είνε του! Είχε όμως κι από την εκκλησιά του μία απαίτηση· την ήθελε πρώτη και καλήτερη.

Τονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ναποθάνη στον τόπο του, κ' έτσι ξεκίνησε, με ταπομεινάρια του είναι του. Να πάη όμως μέσα στο χωριό και να πη πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν ταποκοτούσε. — Έπειτα είνε κι αργά. Ποιος θα με πονέση, πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με ταγαπημένο νησί του.

Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη.

Προς τας γυναίκας ουδόλως έστρεφε το βλέμμα ο ερημικός μοναχός, των ασκητικών διατάξεων μη επιτρεπουσών τούτο.

Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ' τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου... κ' έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα σταις τρεις είνε πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και μπαρκάρουμε. — Σταις τρεις, σταις τέσσαρες, παπά, για να μην πέση αέρας, να τον έχουμε πρίμα ως ταις Κουκ'ναριαίς, νάχουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι' ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί.

Έτσι κι ο Ιουστινιανός τώρα έφερε Ανθέμιους κ' Ισίδωρους από τις επαρχίες· και τόσο κατάκαρδα πήρε τη δουλειά που και σπίτι έχτισε και προσκυνητάρι δικό του στη γειτονιά, να βρίσκεται κοντά και να πιστατή μονάχος. Και καθώς είδαμε δεν πέρασαν έξη χρόνια κ' έμπαινε με τη λαμπρή συνοδιά του να εγκαινιάση το νέο του μεγαλούργημα. Μα ας έρθουμε στην περιγραφή της περιξάκουστης αυτής εκκλησιάς.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.

Είδε που ερχότανε καταπάνω του ο ακόλουθος της Βασίλισσας και θέλησε να φύγη. Ο Περινίς τον εστύλωσε στο γκρεμό της παγίδας: «Σπιούνε που πρόδωσες τη Βασίλισσα, να φύγης μου θέλεις, αί; Κάθησε αυτού κοντά στον τάφο, που μοναχός σου έκαμες κι' όλα τον κόπο να σκάψης». Το ραβδί του στριφογύρισε στον αέρα βουίζοντας.