United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα όμως δεν εθύμωσε. Ούτε το σκευρωμένο κορμί του ορθώθηκε Ποσειδώνιο και αλύγιστο, ούτε το πρόσωπό του εσυγνέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός, ούτε τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα. Έμεινεν ήσυχος εκεί που εκαθόταν και μόνον τη σακκορράφα επαραίτησε μισοπερασμένη στο πανί κ' εστύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με αόριστο χαμόγελο στα χείλη.

Τυφλίτες! δε μπαίνετε καλήτερα στις τρύπες σας. — Έτσι το γράφει η μοίρα μας· εψιθύρισε υπομονητικά στενάζοντας ο Γκενεβέζος· να φεύγουμε το φως όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Στις κατακόμβες θα κάνωμε τις λειτουργίες μας. — Εσείς μάλιστα· εγώ όμως όχι! διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. Κ' εστύλωσε ορθάνοιχτα έξω τα μάτια του, λες κ' ήθελε να λούση με το θαυμαστό πανόραμα την ψυχή του.

Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.

Είδε που ερχότανε καταπάνω του ο ακόλουθος της Βασίλισσας και θέλησε να φύγη. Ο Περινίς τον εστύλωσε στο γκρεμό της παγίδας: «Σπιούνε που πρόδωσες τη Βασίλισσα, να φύγης μου θέλεις, αί; Κάθησε αυτού κοντά στον τάφο, που μοναχός σου έκαμες κι' όλα τον κόπο να σκάψης». Το ραβδί του στριφογύρισε στον αέρα βουίζοντας.

Έσωσα πες το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόραώρα μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το γρηγορώτερο. Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι.

Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να την ακούς. Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα. — Ξέρει τραγούδια; — Θάλασσα. — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή; — Γαλανή. Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με τόσον πόθο την αγαπητική του.

Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι.

Να χαθήτε, βρωμοχόρταρα! είπε τέλος μετ' αγανακτήσεως, πτύουσα την πυράν. Η μάγισσα ύψωσεν επί μικρόν την κεφαλήν, έκλινε προς τα οπίσω το σώμα, έτεινε τας χείρας διά ν' αποσείση απ' αυτής την κούρασιν και είτα εστύλωσε πάλιν εις την πυράν τους οφθαλμούς, ως βιβλιοδίφης επί παλαιού παπύρου. Ευθύς η μορφή της εφαιδρύνθη.