Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.

Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ' αυγά της περιστεράς.

Εγώ δε σκέπτομαι και να γράψω στον τοίχον εις τον Κεραμεικόν, όπου ο Αρχιτέλης συνειθίζει να περιπατή, ότι ο Αρισταίνετος διαφθείρει τον Κλεινίαν κι' έτσι θα βοηθήσω τον Δρόμωνα εις την ενέργειάν του. ΔΡΟΣ. Και πώς μπορείς να το γράψης χωρίς να σε δουν; ΧΕΛ. Θα πάω νύκτα και θα το γράψω με κάρβουνο. ΔΡΟΣ. Ευχαριστώ, Χελιδόνιον, διά την συμμαχίαν σου εναντίον του αγύρτου Αρισταινέτου.

Βλέπεις συ κανένα καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου; — Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά μέρος. — Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,, Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα.

Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Σηκώνει την άγκυρα από δω κι' ύστερα από δέκα μέρες γυρίζει πάλι και ρίχνει την άγκυρά του στο ίδιο μέρος. Έκανε διακόσιους τόννους κάρβουνο στάχτη, και σαράντα χιλιάδες δραχμές καπνό. Κατάλαβες; Ο γραφέας έφυγε χωρίς να δόσει απάντηση. Άρχισε να γυρίζει απάνω, κάτω, πρύμη, πλώρη, όλο το καράβι. Δεν εύρισκε κανένα να μπορεί να μιλήσει.

Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία καλογερικού κελιού.

Και να ο Έφις, που ανηφορίζει το δρόμο προς το χωριό. Η αυγή είναι σχεδόν κρύα και οι λευκοί λόφοι μοιάζουν σκεπασμένοι με χιόνι. Τα μικρά βουνά, πάνω από τα χωριουδάκια τα σκορπισμένα στην πεδιάδα, μετά το Κάστρο, καπνίζουν σαν σκεπασμένα καμίνια από κάρβουνο και όλα είναι σιωπηλά και νεκρά στο ρόδινο πρωινό.

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν