Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Άξαφνα, μέσα στην πολυκοσμία, στις φωτοχυσίες, βλέπω δυο μάτια, μεγάλα μεγάλα κι ολόμαβρα. Είχαν εκείνα τα μάτια τόσο φως που θαρρούσες κ' έφεγγαν αφτά μονάχα. Είταν ο Τρικούπης. Ο Τρικούπης, αψηλό ανάστημα δεν είχε· συνήθιζε μάλιστα κ' έσκυβε λιγάκι το λαιμό του προς το στήθος.

Βλέπεις συ κανένα καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου; — Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά μέρος. — Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,, Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα.

Εγώ 'πα, πριν πως κάθε οχτρό και πλοίο θα χαλάσω, και τότες πίσω στ' αψηλό πως θα γυρίσω κάστρο· μα κρίμας πριν που βράδιασε, τι η νύχτα πρώτα πρώτα 500 γλύτωσε πλοία κι' Αχαιούς κοντά στο γυρογιάλι. Μα τώρα ας την ακούσουμε τη μαβροφόρα Νύχτα, κι' ελάτε δείπνο ας στρώσουμε.

Κ' όπως παγαίνουν σύννεφα πυκνώνε μελισσώνε, που βγαίνουν κι' όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα, και στοίβες στοίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε, κι' εδώθες τρέχει ένας σωρός και τρέχει εκείθες άλλος· 90 έτσι σωροί κι' αφτών πολλοί κοπαδιαστοί απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε, μπρος στ' ακρογιάλι τ' αψηλό.

Μα πάλι εγώ κι' εσένα καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σου δώσω595 Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι, και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφίσει, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πριάμου τούπε «Λέφτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες, ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα, 600 παρ' το και σύρε στην εφκή. Μον έλα τώρα ας φάμε.

Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχκ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα.

Θα το παρομοίαζε κανένας με κάμπο μακρύ· κ' είχεν όλα τα δέντρα: μηλιές, σμερτιές, αχλαδιές και ροϊδιές και συκιές· από τ' άλλο μέρος αμπέλι αψηλό, που απλωνότανε αποπάνω από τις μηλιές και τις αχλαδιές παρδαλίζοντας, σαν να συνοριζότανε μ' αυτές για το κάρπισμα.

Μπορεί η 'μέρα νύχτα να γενή, μα συ εκείνο που θες· μουλάρι στην επιμονή! Οι ανωτέρωΕυνίκη. Γεμάτη βραχιόλια και δαχτυλίδια. Φορεί περιδέραια και τα σκουλαρίκια της πέφτουνε και απλώνονται στους ώμους. Το χτένισμά της αψηλό σαν τιάρα, γιομάτο κατσαρά πρόσθετα και ολόκληρο το σύνολο είνε πασπαλισμένο από σκόνη ασημένια. Τα μάτια της δείχνουν βαμμένα γύρω με χρώμα γλαυκό. Περπατά σαν φείδι.

Ήλιοςτην ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος. Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη. Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της. Λέει στερνά: — Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω Κι' αφ' τον ποταμότη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.

Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν