United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τί, πως το χτένι μούγδαρες, για αφτό, μωρέ, παινιέσαι; Εγώ 'να τόχω, εσύ αν βαρείς ή κι' αν παιδί ή γυναίκα, γιατί η ρηξά 'ναι κούφια αντρός μαλάκα τιποτένιου. 390 Αν ρήξω εγώ όμως, τ' όπλο μου και μια σταλιά αν αγγίξει, κόβει βαθιά!

Μάταια, κούφια τα λόγια. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω λοιπόν σ’ αισχρότατη πως ήλθες σχέσιν με τους στενούς σου συγγενείς° και δεν γνωρίζεις πόσο κακή είναι η θέσις σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έννια σου κι ατιμώρητος δεν θ’ απομείνης. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια, σαν έχη δύναμιν κάποια η αλήθεια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μέσα σου δεν ευρίσκεται η αλήθεια εσένα, τυφλός και στα μάτια και στ’ αυτιά και στον νουν είσαι.

— Α! να ογδόντα τόμοι μιας ακαδημίας των επιστημών, φώναξε ο Μαρτίνος· μπορεί να υπάρχη δω μέσα κάτι καλό. — Θα υπήρχε, είπε ο Ποκοκουράντης, αν ένας από τους συγγραφείς αυτών των ανακατεμένων σωρών είχε εφεύρει την τέχνη να κάμνη καρφίτσες· μα σε όλ' αυτά τα βιβλία υπάρχουνε μονάχα κούφια συστήματα και τίποτα ωφέλιμο.

Τεντόνει το παράθυρο. Βλέπει πασπρογαλιάζει Το χάραμματον ουρανό, και τάστρα λίγο λίγο Να κρύβωνται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν Βαθειάτα φυλλοκάρδια του και σβυόνται της ψυχής του Τα κούφια ταστραπόβροντα... Ξανοίγει το ρουπάκι... Χτυπά τα χέρια τρεις φοραίς: «Οσμάν!..Οσμάν!..το Διάκο

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.

Εγώ και οι σύντροφοί μου είμαστε της Μοίρας υπουργοί· τα σπαθιά σας είναι ύλη, που όσο είν' ικανή να λαβώση τους βροντόφωνους ανέμους, ή με κούφια κτυπήματα τάσχιστα νερά να θανατώση, τόσο δύναται να πειράξη του φτερού μου το χνούδι· οι συνυπηρέταις μου είν' ομοίως απλήγωτοι· αλλ' ανίσως και ήσαστε ικανοί να βλάψετε, τώρα εκείνα τα σπαθιά σας έγιναν βαρυά, και δεν τα σηκώνετε.

Σαν εσυγύρισε όλες τις δουλιές της, εκυβέρνησε και τα παιδάκια της απ' ό,τι φτωχικό είχε και δεν είχε, έκαμε το σταβρό της και έκυψε με τα παιδάκια της να κοιμηθή· να σηκωθή σύνταχα, να πα να πάρη και τον παπά, να κάνη τις &σαράντα& ταντρός της. Κατά το μεσονύχτι ακούει φοβερή ποδοχαλή στην αβλή της· ακούει γογγυτιά βαριά και κούφια αναστενάγματα. Ξυπνάει με τρομάρα.

Την είχε πάρει ο Διάκος Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω. Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου. Όλοι προσμένουνε βουβοί... Κανένας πεζοδρόμοςτο ξάγναντο δε φαίνεται... ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;

Έλα, και σώγεινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα. Κ' η γρηά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» οπέβλεπεν ότ' η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβύνονταν κ' εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός. Πού να τώξερεν η μαύρη πως ο γιός της ολημερής παράδερνε 'ςτους δρόμους των Αρχοντικών, για να βρη σπίτι της αρεσιάς του, να τ' αγοράση!

Κ' όπως παγαίνουν σύννεφα πυκνώνε μελισσώνε, που βγαίνουν κι' όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα, και στοίβες στοίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε, κι' εδώθες τρέχει ένας σωρός και τρέχει εκείθες άλλος· 90 έτσι σωροί κι' αφτών πολλοί κοπαδιαστοί απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε, μπρος στ' ακρογιάλι τ' αψηλό.