United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της ήλθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεία της τής εφαίνετο ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε και ζητούσε να της πίη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νευροπαθές. Είχε πάρε «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.

Οι τροχοί του άρματός μου είχον βυθισθή εις την άμμον έως τους άξονας, και απεμακρυνόμην αργά, προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύαν μου, παγωμένη από τας ύβρεις του αι οποίαι έπιπτον ως θυέλλης βροχή». Ο Ιωχανάν ήτο εμπόδιον εις την ζωήν της. Όταν τον συνέλαβον και τον έδεσαν με σχοινία, οι στρατιώται είχον εντολήν, να τον τελειώσουν με τα ξίφη αν ανθίστατο. Αλλ' εκείνος εφέρθη ήσυχα.

Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα!

Βουνό να κατρακυλήσης απάνω του, και πάλε ξεσπάνει ο τάφος και ξαναφέρνει στον κόσμο μια λάκερη κόλαση. Φωνή τρομερή με ζωντάνεψε, αν είνε ζωή αυτός, του θανάτου ο θάνατος. Την άκουγα τη φωνή της, και γύρευα να ξεσκίσω την παγωμένη μου σάρκα, να τα τραβήξω σύρριζα τα μισοχυμένα μαλλιά μου.

Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν. Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του. Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . . — Περίμενε!

Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.

Δεν είτανε μήτε το πιστόλι, μήτε τη ζωή του που συλλογίστηκε ο Μιχάλης. Συλλογίστηκε πρώτα πρώτα τη Βασιλική του ο δύστυχος. Την ανυποψίαστη τη γυναίκα του, που μήτε να τηνε δη δε γύρισε τρέχοντας νανταμώση τον αδερφό του. Μάρμαρο έμεινε ο Μιχάλης. Λες και τονε μάγεψε ο Δημήτρης με την παγωμένη ματιά του, με την απάνθρωπή του φωνή.

Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.

Εκείνη αφυπνώσασα τότε, και τρέμουσα ως ιχθύς εν μέσω εκείνων των αιφνιδίων περιπτύξεων και φιλημάτων, ανεφώνησε με σταυροκοπήματα κινδύνου, παγωμένη. — Θεια-Αννούσα! Η γραία, από γλωσσοδέτην καταληφθείσα τώρα, έμεινεν ακίνητος και άναυδος.