United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν. Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του. Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . . — Περίμενε!

Εκείνοι δε έφθασαν αργότερα, και έπλεον ψάλλοντες τον παιάνα, ως αν είχον ήδη νικήσει, και την μίαν ναυν των Αθηναίων, την μείνασαν οπίσω, κατεδίωκε μία ναυς Λευκαδία πολύ των άλλων προηγουμένη.

Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους οίτινες εφιλοσόφουν προς επίδειξιν και όχι χάριν της αληθείας• ιδών δε ένα Κυνικόν, όστις εφόρει φιλοσοφικόν τρίβωνα και είχε πήραν, αλλ' αντί βακτηρίας εκράτει γουδοκόπανον και εκραύγαζε λέγων ότι είνε οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, Μη ψεύδεσαι, του είπε, διότι είσαι μαθητής του Υπερίδου.

Δεν ήτο αρκετόν ότι του το έλεγεν η Ζερβουδοπούλα δεκάκις της ημέρας, αλλ' έπρεπε να του το επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, ακόμη δε και τα παιδιά από τα δώματα; Επρόφερε μίαν βλασφημίαν και απεμακρύνθη, αλλ' η φωνή των παιδίων τον κατεδίωκε: — Δε σε θέλει! δε σε θέλει! — Δε με θέλει, εμουρμούρισεν ο Μανώλης λυσσών. Κατέχω το πως δε με θέλει· μα εγώ θα τήνε κάμω να με θέλη. Μόνο γεια!

Κ' εκρύπτετο όπισθεν του κορμού ενός δένδρου και όταν η Μάρω τον ανεκάλυπτεν υπεχώρει εις έτερον, απώτερον, πάντοτε προχωρών εις τα ενδότερα του κήπου, από αποστάσεως εις απόστασιν διά να μη τον χάνη από τους οφθαλμούς της η κόρη, η οποία τον κατεδίωκε πάντοτε φωνάζουσα. — Δόσε μου τα χτένια μου, — δος μου τα μπερτσέμνια μου!. . .

Προ πολλού, απήντησεν ο Αρίγνωτος, έμενεν ακατοίκητο το σπήτι εκείνο ένεκα φαντασμάτων εάν δε κανείς κατοικούσε έφευγεν αμέσως διότι τον κατεδίωκε και τον ετρόμαζε ένα φοβερόν και ταραχοποιόν φάντασμα. Το σπήτι αφέθη να γείνη ερείπιον και η στέγη του είχεν αρχίσει να πέφτη και κανείς δεν ετόλμα να εισέλθη.

Διατί λοιπόν συνέβαιναν εις αυτόν όλα αυτά τα αλλεπάλληλα αδικήματα; Διατί τον κατέτρεχαν ούτω οι άνθρωποι, ενώ αυτός δεν εμίσει και δεν επείραζε κανένα; Τι κακόν είχε κάμη εις τον Θωμάν, τι κακόν είχε κάμη ιδίως εις τον Στρατήν και τον κατεδίωκε με τόσην μανίαν; Τι κακόν είχε κάνη εις εκείνους οι οποίοι του εκόλλησαν ένα γελοίον «παρανόμι»; Δύο τραύματα είχε λάβη την ημέραν εκείνην, το μεν διά σφαιριδίων, το δε με το παρανόμι το οποίον του έρριψε κατά πρόσωπον ενώπιον της Πηγής ο Στρατής.

Όλα εκείνα τα ίχνη από του μικροτάτου, του ποντικού, μέχρι του μεγίστου, του βουβάλου, ήσαν γεμάτα νερού διαυγούς, ως το δάκρυ. Μακράν τριγύρω, ο ουρανός εφαίνετο εφαπτόμενος με την γην, όπερ απήλπιζε τα δυο παιδία, πιστεύοντα ότι και αυτός τα κατεδίωκε αποχωρίζων αυτά του λοιπού κόσμου.

Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος, τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε.

Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι, οι κάπως πολιτισμένοι, τ' ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και οσάκις τα καταδιώξη θα ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων· της δε δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς, οι δήθεν πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο βουλευτής . . .