Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Και την περιφρονητικήν ταύτην επιφώνησιν κατά των μ ε γ ά λ ω ν κ υ ρ ι ώ ν επρόφερε μετά της αυτής παιδικής ανυποκρισίας και ιταμότητος μεθ' ης εσυνείθιζε πάντοτε να εκφράζηται περί άλλων προσώπων, ότε εξενίζετο παρά τας ακτάς του Βοσπόρου εις τον οίκον της θείας της. Θα είχον παρέλθει τουλάχιστον επτά έτη αφότου την συνήντησα εκεί μικρόν, ερασμιώτατον και φιλοπαίγμον κοράσιον.

Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν.

Σήμερον εις την αυτήν παραλίαν επιδεικνύεται, ως χάρις και ευγένεια, ο τραυλισμός του ρ, τον οποίον ο μέγας ρήτωρ εθεώρει ελάττωμα και ασχημίαν. Αλλά μήπως το αυτό ελάττωμα εις το στόμα του Αλκιβιάδου, ο οποίος επρόφερε τους κόρακας κόλακας, δεν εθεωρήθη υπό των συγχρόνων του Αθηναίων ως χάρις; Και τότε το ρ του Αλκιβιάδου, όπως σήμερον το Γαλλικόν, έγινε συρμός εις τας Αθήνας.

Κάθε λέξις, την οποίαν επρόφερε, μου περνούσε σαν ξίφος από την καρδιά. Δεν αισθάνετο τι ευσπλαγχνία θα ήτον, όλα αυτά να μου τα αποσιωπήση· και έπειτα, επρόσθεσεν ακόμη, τι θα εφλυαρούσαν κατόπι για μένα, και πόσον είδος τι ανθρώπων θα εθριάμβευε γι' αυτό.

Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν αισθανθή εις το όνειρόν του. Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος. Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, διενοήθη ο Βινίκιος. Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.

Κροτάλισμα δακτύλων ηκούσθη εις την εξέδραν. Ανέβη επ' αυτής εφάνη πάλιν και τραυλίζουσα επρόφερε τας εξής λέξεις με ύφος παιδίου. — «Θέλω να μου δώσης επί πίνακος, την κεφαλήν» . . . είχε λησμονήσει το όνομα, αλλ' ευθύς πάλιν επανέλαβε μειδιώσα «. . . την κεφαλήν του Ιωχανάν»! Ο Τετράρχης παρέλυσεν ως κεραυνόπληκτος· είχε δώσει τον λόγον του και ο λαός ανέμενε.

Άκουσε ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μια βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν «Φόνισσα! . . . Φόνισσα! . . . »

Αφού δε επρόφερε πολλάς κατάρας κατά των Περσών εάν δεν προσπαθήσουν ν' ανακτήσωσι την ελευθερίαν και εάν δεν τιμωρήσωσι τους μάγους, ερρίφθη εκ του ύψους του πύργου επί κεφαλήν. Και ο μεν Πρηξάσπης, όστις πάντοτε διετέλεσεν άνθρωπος ευϋπόληπτος, ούτως ετελεύτησεν.

Θέλεις; Αλλά πριν ακούσω την απάντησίν σου από τα χείλη σου τα λατρευτά, εξακολουθώ να σου διηγούμαι ό,τι συνέβη εντός των ακατίων. Ηγέρθη συζήτησις περί έρωτος και η Ποππέα με ηρώτησεν αν ηγάπων και εγώ καμμίαν και ποίαν; Εγώ απήντησα αρνητικώς, αλλ' αυτή επρόφερε το όνομά σου, θέλουσα να μοι δείξη ότι γνωρίζει τον έρωτά μας.

Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα χέρια. — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν