United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ιωχανάν δεν εξηρτάτο πλέον απ' αυτόν. Οι Ρωμαίοι ήσαν υπεύθυνοι. Οποία ανακούφισις! Προσκαλέσας δε τον Φανουήλ και δεικνύων εις αυτόν τους στρατιώτας. — Αυτοί είνε ισχυρότεροι! δεν ημπορώ να τον σώσω! πταίω εγώ; Η αυλή ήτο κενή, οι δούλοι ανεπαύοντο. Εις το ερυθρόν χρώμα του ουρανού, το οποίον επυρπόλει τον ορίζοντα, και τα ελάχιστα αντικείμενα εφαίνοντο μελανά.

Ουαί υμίν Φαρισαίοι και Σαδουχαίοι, όφεις γεννήματα εχιδνών, ασκοί πλήρεις αέρος, κύμβαλα αλαλλάζοντα! Από την φωνήν είχεν αναγνωρίσει τον Ιωχανάν. Το όνομά του εκυκλοφόρει, ήρχισαν να τρέχουν και άλλοι. — Ουαί εις σε λαέ! ουαί υμίν προδόται του Ιούδα και μέθυσοι του Εφραίμ.

Υπό τα περιστύλια, ανέμενον τον Τετράρχην οι Γαλλιλαίοι, ο ερμηνευτής των Γραφών, ο ποιμενάρχης, ο διοικητής των αλυκών και είς Ιουδαίος εκ Βαβυλώνος ο οδηγών τους ίππους του. Όλοι τον εχαιρέτησαν ανευφημούντες. Μετά ταύτα εξηφανίσθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια. Ο Φανουήλ προέκυψεν εις την γωνίαν ενός διαδρόμου. — Α! πάλιν συ; Θα έρχεσαι ίσως διά τον Ιωχανάν. — «Και διά σε.

Έπειτα απεσύρθησαν έκαστος από μίαν διαφορετικήν κλίμακα υποχωρούντες χωρίς να παύση ο είς να βλέπη τον άλλον. — «Τον γνωρίζωείπεν η Ηρωδιάς, «ονομάζεται Φανουήλ, και ζητεί να πάρη τον Ιωχανάν, αφ' ου έχεις την τυφλότητα να τον διατηρής!» Ο Αντίππας αντέτεινεν ότι ηδύνατο μίαν ημέραν να χρησιμεύση. Αι κατά της Ιερουσαλήμ προσβολαί του, έφερον με το μέρος των τους λοιπούς Ιουδαίους.

Πριν ακόμη να λάβη τας διαταγάς εκείνας ο Μαναή τας εξετέλει: Διότι ο Ιωχανάν ήτο Ιουδαίος, και ο Μαναή απεστρέφετο τους Ιουδαίους όπως και όλους τους Σαμαρίτας.

Κροτάλισμα δακτύλων ηκούσθη εις την εξέδραν. Ανέβη επ' αυτής εφάνη πάλιν και τραυλίζουσα επρόφερε τας εξής λέξεις με ύφος παιδίου. — «Θέλω να μου δώσης επί πίνακος, την κεφαλήν» . . . είχε λησμονήσει το όνομα, αλλ' ευθύς πάλιν επανέλαβε μειδιώσα «. . . την κεφαλήν του Ιωχανάν»! Ο Τετράρχης παρέλυσεν ως κεραυνόπληκτος· είχε δώσει τον λόγον του και ο λαός ανέμενε.

Οι τροχοί του άρματός μου είχον βυθισθή εις την άμμον έως τους άξονας, και απεμακρυνόμην αργά, προφυλαγμένη κάτω από τον μανδύαν μου, παγωμένη από τας ύβρεις του αι οποίαι έπιπτον ως θυέλλης βροχή». Ο Ιωχανάν ήτο εμπόδιον εις την ζωήν της. Όταν τον συνέλαβον και τον έδεσαν με σχοινία, οι στρατιώται είχον εντολήν, να τον τελειώσουν με τα ξίφη αν ανθίστατο. Αλλ' εκείνος εφέρθη ήσυχα.

Και αι γυναίκες από του ρητορικού βήματος εμνήσθησαν την γυναίκα του Σαρεπτά. Ο Ιακώβ απέκαμε να επαναλέγη ότι τον εγνώριζε. Τον είχεν ιδεί, και ο λαός τον είδε! — Το όνομά του: Τότε με όλην του την δύναμιν εφώναξε. — Ιωχανάν! Ο Αντίπας ανετράπη ως να τον εκτύπησαν κατάστηθα. Οι Σαδουχαίοι επήδησαν ως θηρία επί του Ιακώβ. Ο Ελεάζαρ εδημηγόρει διά να γίνη ακουστός.

Εις το βάθος, υπήρχε μια κλίνη εξ εβένου με περιζώματα εκ δοράς προβάτου, και υπεράνω μια ασπίς εκ χρυσού καθαρού έλαμπεν ως ο ήλιος. Ο Αντίπας επροχώρησεν εντός της αιθούσης και εξηπλώθη επί της κλίνης. Ο Φανουήλ ήτο όρθιος. Ύψωσε τον βραχίονά του, και με στάσιν προφητικήν του λέγει. — Ο Ύψιστος αποστέλλει κάποτε εις την γην ένα εκ των υιών του. Ο Ιωχανάν είνε είς εξ αυτών.

Αυτός είχε πνίξει τον Αριστόβουλον, αυτός είχε στραγγαλίσει τον Αλέξανδρον, αυτός είχε καύσει ζώντα τον Ματαθίαν αυτός είχεν αποκεφαλίσει τον Ζωσιμάν, τον Πάπον, τον Ιωσήφ και τον Αντίπατρον, και όμως δεν ετόλμα να φονεύση τον Ιωχανάν. Οι οδόντες του έτριζον, όλον του το σώμα ήσπαιρεν.