United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.

Τοιαύται εικόνες και τοιαύται σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου, ότε κρότος βημάτων εν τη εισόδω του περιπτέρου μ' έκαμε να τιναχθώ αίφνης εκ της θέσεώς μου. Εισερχόμενος είχον ιδεί εκεί χαμαί στρώματά τινα. Προφανώς ο δι' ον ήσαν προοορισμένα ήρχετο να κοιμηθή. Ίσως είναι ο αδελφός μου, είπον και ήνοιξα την θύραν.

Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα. Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν. — Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως.

Η παπαδιά έδειξε διά του βλέμματος, σκεπασμένας με ράβδω την δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονήν των Χριστογέννων. Η θειά το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι να ήσαν.

Μη γένοιτο, απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος, πως και αυτός θα είνε ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να βεβαιωθής από τον ίδιον βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε χωρίς καμμίαν θλίψιν, που να τον συγχίζη.

Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα της μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν. Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνείθιζε.

Η μήτηρ του Άρεως διέμενεν εις τον ναόν τούτον· ο θεός, ανατρεφόμενος αλλαχού, εγένετο έφηβος και ηθέλησε να εισέλθη διά να συνομιλήση με την μητέρα του· αλλ' οι υπηρέται, οίτινες ποτέ δεν τον είχον ιδεί, δεν τον άφησαν και τον απώθησαν· τότε αυτός έλαβεν ανθρώπους από άλλην πόλιν, έδειρε τους υπηρέτας και εισήλθεν εις της μητρός του.

Όθεν εν τη απογνώσει αυτού, προσκαλέσας τον Αθανάσιον Βάγιαν ενετείλατο να φονεύση την γυναίκα εάν ποτε ως εκ των περιπετειών του πολέμου ήθελεν ιδεί αυτόν ζωγρηθέντα ή πεσόντα υπό το ξίφος των πολεμίων.

Ο Χριστοδουλής, όστις επήγε με την βάρκαν εις το ατμόπλοιον, την είχεν ιδεί, αλλά δεν σου το είπε. Και όμως ησθάνθης εις τα ενδόμυχά σου κρυφόν και ανεξομολόγητον ευτυχίας αίσθημα, όταν την επανείδες! Εν τούτοις το παλάμισμα είχε συμπληρωθή, τα βάζια ήσαν όλα καρφωμένα, η σκάρα με τα βουβά, λίπος αλειμμένα, ήτο στρωμμένη προ πολλού.