United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα της μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν. Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνείθιζε.

Πλησιάζει δε εις το ορφανόν κοράσιον, όπερ εκλήθη να εξαγάγη τους λαχνούς από της κληρωτίδος, θωπεύει πατρικώς την παρειάν αυτού και λίγο ευθύμως·Να σε ιδώ κορίτσι μου! Να δώση ο Θεός να είσαι τυχηρή, και την προίκα σου εγώ θα σου την κάμω. Τέλος τι να βραδύνωμεν; Ο πρώτος αριθμός εξάγεται της κάλπης και κηρύσσεται μεγαλοφώνως εις επήκοον των παρισταμένων.

Αυθέντη, του είπεν, εγώ είμαι πρόθυμος διά να σε υπακούσω οπόταν θέλης έτσι· μα ήξευρε πως προίκα δεν έχω να σου δώσω, και αν την θέλης χωρίς προίκαν καλώς, ειδεμή ας κάθεται. Ετούτο είνε παρά πολύ, είπεν ο Κατής, μα ας είνε· εγώ είμαι ευχαριστημένος να την λάβω και δίχως προίκα, και λέγοντας, ούτως ηθέλησε διά να γραφθή η συμφωνία.

Εξ αυτών ο πρώτος ίσως είχε μέσα του σκοπόν και απόφασιν, τη βοηθεία των φίλων του, τους οποίους είχε κατηχήσει, ν' αρπάση την Λουκρητίαν, να την στεφανωθή λάθρα, και να λάβη την προίκα της διά ψυχολογικής βίας από την κληρονομίαν της Σοφίας εκ της περιουσίας του μακαρίτου.

«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.

ΒΑΚΧΙΣ. Τι λες; δεν ζη πια μαζή σου, αλλ' έμπλεξε πάλι μ' εκείνην που έγεινε αφορμή νάρθη στα μαχαίρια με τους γονείς του; Γι' αυτήν δεν ηθέλησε να πάρη εκείνην την πλουσίαν που είχε, ως έλεγαν, προίκα πέντε τάλαντα. Θυμάμαι που μου τάλεγες.

Οφείλει η ίδια και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθηκεύση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια.

Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.

Μία μητέρα είχεν έξ θυγατέρας χωρίς κανένα υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ' ένα υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος. Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόραςκαι τας πέντε, και τας έξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα.

Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη! — Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ; — Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς ανθρώπους. Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον! — Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου. Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, — Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.