United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω Φοίβε μου! μ' ευχάριστο τον κόπο στου παλατιού σου υπηρετώ τον τόπο, που κάθε μάντεμά σου βγαίνει, είν' η δουλειά μου δοξασμένη όπου δουλεύω τους θεούς αυτούς τους αθανάτους, κι' όχι τους θνητούς• κι' ούτε κουράζομαι, ούτ' αποκάνω, σε τέτοιον τιμημένο κόπο απάνω. Από το Φοίβο εγεννήθηκα εγώ, τροφήν αυτός μου δίνει, και τον ευλογώ.

«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.

ΚΡΕΟΥΣΑ Κ' η δύστυχη μητέρα σου σαν ποιά να ήταν τάχα; ΙΩΝ Κάποια γυναίκα που ‘σφαλε κ' εγέννησεν εμένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Έχεις τα μέσα για να ζης; τριμμένα έχεις ρούχα. ΙΩΝ Φορώ τα ρούχα του θεού, 'δω πέρα που δουλεύω. ΚΡΕΟΥΣΑ Και δεν εξέτασες ποτέ να μάθης τους γονειούς σου; ΙΩΝ Όχι• σημάδι γνωριμίας δεν μου τυχε κανένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο!— Κι' άλλη γυναίκα έπαθε τα ίδια με τη μάννα σου.

Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκατης λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμεμου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πώς μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πώς μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορής, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσης. Τέτοιο γούστο εσύ δεν τόχεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την τήν πατρίδα μου. Χάρισμά σου.

ΠΑΡ. Αυτό θα είνε άδικον, Πρωτεσίλαε, τοσούτω μάλλον καθ' όσον είμαι ομότεχνός σου• διότι και εγώ είμαι ερωτικός και εις τον αυτόν θεόν δουλεύω• γνωρίζεις δε ότι ο έρως είνε κάτι τι ακούσιον και κάποιος θεός μας οδηγεί όπου θέλει και μας είνε αδύνατον ν' αντισταθώμεν. ΠΡΩΤ. Καλά λέγεις και θα ηυχόμην να δυνηθώ να συλλάβω εδώ τον Έρωτα. ΑΙΑΚ. Εγώ θα σου απολογηθώ και εκ μέρους του Έρωτος.

ΚΡΕΟΥΣΑ Η πόλις σ' αφιέρωσε, ή δούλο σ' αγοράσανε; ΙΩΝ Ετούτο ξέρω μοναχά: δουλεύω το Λοξία. ΚΡΕΟΥΣΑ Όσο για 'μένα, αισθάνομαι συμπάθεια σε σένα. ΙΩΝ Ίσως γιατί δεν γνώρισα και μάννα και πατέρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Μένεις σε τούτο το ναό, ή κατοικείς σε σπίτι; ΙΩΝ Δικός μου είν' όλος ο ναός κι' όπου νυστάζω πέφτω. . . ΚΡΕΟΥΣΑ Σε φέρανε μικρό παιδί, ή νέος έχεις έλθη;

Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...... ..... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα..... ... Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια... ......Ήρθα, τώρα κ' ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο ταμπέλι που ξέρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.