United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλά με συμβουλεύει. ΟΡΑΤΙΟΣ Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν, εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν πειράζει. ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλά, Κύριέ μου

Κι' απ' τα πλοία αν ο γοργός σηκώθηκε Αχιλέας 305 ταχιά, αν ορίζει, πολεμάει, τι καν εγώ οχ τη μάχη δε φέβγω, δε θαν τον σκιαχτώ, μον στήθος ναι με στήθος θάν του μπηχτώ, ή κερδίσει αφτός ή νίκη εγώ κερδίσω. Χάρες δεν έχει ο πόλεμος... και σκοτωστή σκοτώνει

Καταλαβαίνετε, κύριέ μου; Ο υπηρέτης είναι άγριος, μην του έχετε εμπιστοσύνη!» Ο Τζατσίντο έμεινε για μια στιγμή ακίνητος κοιτάζοντας τα χέρια του που επάνω τους τρεμόπαιζε η σκιά μιας κληματίδας. Έπειτα ανασκίρτησε. «Δεν θα του έχω εμπιστοσύνη. Θέλω μάλιστα να φύγω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, εδώ….. Θα κερδίσω όμως χρήματα και σε σαράντα μέρες θα σας τα επιστρέψω όλα, μέχρι την τελευταία δεκάρα.

Εσκέπτετο ότι και αυτός, αν δεν εδαπάνα την νεότητά του εις αγόνους και σκαιάς επιχειρήσεις, θα ηδύνατο να είναι πατήρ, και να έχη εις το γήρας του μικράν κόρην, οία αύτη, ήτις θα ήτο η παραμυθία του. — Τώρα δε τι εκέρδισα; έλεγεν. Ηκολούθησα όλην την ζωήν μου τον Γάρμπον, όστις μ' εδίδαξε να καταφρονήσω όλα τα επίγεια, χωρίς να κερδίσω τα ουράνια τουλάχιστον.

Για χατίρι της μόνο έλεγα να γίνω μεγάλος και δόξα να κερδίσω. Εκείνη είταν ο σκοπός μου, είταν ενέργεια κ' ύπαρξή μου. Η Μοιρίτα μ' άκουγε με πόθο, με χαρά, γύρεβε όλο να καθήση μαζί μου, ήθελε πάντα να της λέω πόσο την αγαπούσα, να καταλάβη. Η άτυχη η Μοιρίτα! Νόμιζε και κείνη πως μ' αγαπούσε. Αχ! τι μυστήριο είναι αφτό! Χωρίς ίδια της να το ξέρη άλλονε αγαπούσε, όχι εμένα.

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.

Χθες βράδυ όμως πήγες να παίξεις….» «Με το πολύ παιχνίδι κερδίζει κανείς. Θέλω να κερδίσω για εκείνες, ακριβώς. Όχι, δεν θέλω πια να τους γίνομαι βάρος. Θέλω να πεθάνω… Βλέπειςπρόσθεσε χαμηλόφωνα «τώρα, μετά τη σημερινή σκηνή, μου φαίνεται πως είμαι ακόμη στο σπίτι του λιμενάρχη…. Ο Θεός να με βοηθήσει, Έφις

Αν εσύ ήξευρες ποία είμαι, και πόσην ευτυχίαν θέλει σου προξενήσει ετούτο το συμβάν, ήθελες λογισθή ο πλέον ευτυχισμένος των ανθρώπων. Τέλος πάντων η Κυρά, με την δύναμιν των λόγων της, μου απεδίωξε τον φόβον που με είχε περικυκλωμένον, και αφίνοντάς με εις τες ελπίδες που αυτή μου έδινε, δεν εστοχάσθηκα πλέον τον κίνδυνον που ήμουν, αλλά ηθέλησα να κερδίσω τον καιρόν που μου επαρουσιάζετο.