Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Της φύσεως, κυρία, τροφός είν' η ανάπαυσις. Να ησυχάση πρέπει. Αλλ' υπάρχουν βότανα καλά ν' αποκοιμίσουν κι' απελπισμένα βλέφαρα. ΚΟΡΔ. Κρυφά ευλογημένα, ω σεις δυνάμεις μυστικά μέσατην γην κρυμμέναι, φυτρώστε με το δάκρυ μου, ανακουφίσετέ μου αυτού του γέρου του καλού τα πάθη. — Εύρετέ τον μη τύχη κ' εις την τρέλλαν του θελήση ν' αφανίση την ύπαρξίν του, που ο νους δεν διευθύνει πλέον.

Σε θωρώ: απελπισμένα πώς παλεύεις με του ανέμου, της μπόρας την ορμή, ανταριάζεσαι, δέρνεσαι, αγριεύεις, αντιστέκεις, λυγίζεις την κορφή. Και μ' οργή διπλή πάλι τη σηκώνεις· σα χίλια χέρια, ανίκητο στοιχιό, τα κλαδιά μια μαζεύεις, μια τ' απλώνεις σα γίγαντας ενάντια στον εχθρό.

Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.

Πάθη του ανθρώπου! Στο σιδερένιο κλουβί της Ηθικής ρυάζεσθε και γυρνάτε απελπισμέναωραία θηρία της θερμής Αφρικής! Λεοπάρδαλη της ηδονήςλιοντάρι του θυμούτίγρη του μίσους — ω! πόσο μεγαλότολμα εργάστηκεν η πλάση την κυρίαρχη γραμμή σας! Πώς ξετυλίγεται η αρμονία των θαυμαστών σας μυώνων στο καρτέρι και στην έφοδο!

Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!

Δεν τονειρεύτηκε, σα μάζευε τους δαυλούς κάτω από το καζάνι της Ρωμιοσύνης και τους άναβε, πως το καζάνι φυσικό του είτανε να βράση και να ζεματίση μάλιστα πολλές καρδιές, και πρώτη πρώτη τη δική του. ΠΕΜΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα υστερνά του Κωσταντίνου Βαριά κι απελπισμένα τα πέρασε τα στερνά του αυτά χρόνια. Τι παράξενο, θα πήτε, να θλίβεται και να στενοχωριέται ύστερ' από τα χάλια που προϊστορήθηκαν!

Και, όπως όλα ομαλά και αθόρυβα περάσουν, η έξαφνη απομάκρυνσίς του τώρα πρέπει να πιστευθή 'πού από καιρόν μ' ώριμην σκέψιν είχε αποφασισθή· τ' απελπισμένα πάθη ή δεν ιατρεύονται ποσώς ή απελπισμένα φάρμακα θέλουν. Εισέρχεται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι λοιπόν συμβαίν', ειπέτε; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Πού ετοποθέτησε το σώμα, Κύριέ μου, να μας ειπή δεν θέλει. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αλλ' αυτός πού είναι;

Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πιάση το βυζί της μάννας του, παρά ό,τι τούδιναν πια με το κουταλάκι ή με το ρογοβύζι, κι αυτό, το περισσότερο, το ξερνούσε:-θάλεγε κανείς πως κι απομέσα του ήτον κούκλα γεμάτη πίτουρα που άμα μια φορά μουσκέψουνε δεν πίνουν πια. . . Σαν ήρθε η θεια Ελέγκω και το είδε καταλυπήθηκε και κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της.

Τα πουλιά κάπως σαστισμένα, σα πιασμένα από θλίψη ανεπάντυχη, πετούσαν χωρίς χάρη, ανόρεχτα εδώ κ' εκεί, τόρα τρύποναν μέσα στα χαμόκλαδα, ύστερα έφευγαν πέρα προς τις ράχες με την ελπίδα να βρουν λίγο ήλιο, λίγη πρασινάδα, και γύριζαν πίσω πάλι απελπισμένα, σαστισμένα, σα πιασμένα από ανεπάντυχη θλίψη και τρύποναν πάλι στα χαμόκλαδα, στις γούβες της ρεμματιάς.

Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν