United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του... Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη.

Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.

Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του.

Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή.

Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν, και αυτούτην άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης, το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180 και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν, χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.

Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.

Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο; Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι. Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς.

Έτοιμος ήμουν να την παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την πλώρη: — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. Με μιας εζωντάνεψα.

Όσο για την πυρκαγιά της βραδινής εκείνης, φαίνεται πως άρχισε από τον πατριαρχικό θρόνο της Αγιά Σοφιάς, και φούντωσαν οι φλόγες κι ανεβήκανε, λέει, στη στέγη στρεφογυριστά σα θεόρατο φείδι. Φυσώντας κι ο άνεμος δυνατά, δεν άργησε να φέρη τις φλόγες νότια κατά το Σενάτο. Ξολοθρεύτηκαν τότες κάμποσα καλλιτεχνήματα, οι Εννιά οι Μούσες το σπουδαιότερο.

Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!