United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΛΟΣΤ. Τ’ άλογα επρόσταξε να φέρουν πλην πού πηγαίνει, τ ’ αγνοώ. ΚΟΡΝ. Ας κάμη, όπως θέλει. Είναι ο κύριος αυτός. Μη τον παρακινήσης να μείνη, ω αυθέντα μου. ΓΛΟΣΤ. Η νύκτα θα πλακώση, ο άνεμος ελύσσιασε και φοβερά βοΐζει, κ' εδώ ούτε χαμόδενδρον δεν έχει να τον κρύψη. ΡΕΓ. Τον εαυτόν του αδικεί εκείνος που πεισμώνει, κι' αν πάθη, τα παθήματα μαθήματ' ας του γίνουν!

«Νόμο βγάλαν η γυναίκες, όταν νηός τη νηά ποθή, δεν μπορεί να την πλακώση στη γρηά προτού χωθή• κι' αν προτήτερα δεν θέλη της γρηές να της γαμή, και της νηές επιθυμή, τότε κ' η γρηές θα βγαίνουν, και θα τρέχουν κούτσακούτσα, κι' ατιμωρητί θ' αρπάζουν καθε νηόν από την πούτσα! ΝΕΑΝΙΑΣ Τότε Προκρούστης θα γενώ κ' εγώ, αλλοίμονό μου! Α' ΓΡΑΥΣ θα πας με τη διάταξι και του δικού μας νόμου.

Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

Μα τον Αϊνικόλα τόκοψατου κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ' αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα 'ρθη με τις ρίζες του. Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες. Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά.

Αν ήρχοντοτην θύραν σου και λύκοι να ουρλιάζουν την νύκτα εκείνην την φρικτήν, όσον σκληρή κι' αν είσαι, θα έκραζεςτους δούλους σου: ανοίξατε την θύραν! Αλλ' όμως η Εκδίκησις θ' απλώση τα πτερά της! Θα την ιδώ τέτοια παιδιά να τα πλακώση... ΚΟΡΝ. Όχι! Ποτέ σου δεν θα το ιδής! — Κρατείτε το σκαμνί του. — Εγώ μέσατα 'μάτια σου την πτέρναν μου θα χώσω!

Μάννα! τι λέει η μαννού; έκραξε βάλλουσα τα κλάμματα η Λενιώ. Τον πατέρα τον επλάκωσε το χιόνι . . . . κ' εμάς θα πέση η σκεπή να μας πλακώση! — Σιώπα! σιώπα! μην κλαις, παιδί μου, έκραξεν η Αφέντρα, έτσι το είπε, η μαννού . . . μη φοβάσαι, κι' ο πατέρας τώρα θαρθή να σου φέρη και κοφέτα . . . — Σιώπα, Λενιώ μου! είπε και η γραία.

Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ' εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση, τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου.

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια. Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του: — Ντροπή μας! Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα! Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας.

Θα φοβήθηκαν, καθώς φαίνεται, να μην πλακώση κανένας και τους χαλάση τη δουλειά, και συλλογιστήκανε να με πάρουν και να τραβήξουν σε κανένα πιο μοναχικό μέρος. Δεν έβρεχε και πολύ τώρα. Το πρώτο που μισοθυμούμαι είναι που με σήκωνε ο ένας, κι ο άλλος ξανάνοιγε την πόρτα. Σαν άνοιξαν την πόρτα και μέσερναν έτσι από το κατώφλι, ακούγω απ' έξω μια πιστολιά.