United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπρεπε να είναι η ξεφυλλισμένη η Κόρινθο του καιρού εκείνου για να τα χωνεύη. Το χερώτερο, που χρειάστηκε και χρηματικό, και τότες πια είναι που άρχισε ναλησμονάη τα ταξίματά του, και να θανατώνη δεξιά κι αριστερά άντρες και γυναικόπαιδα, για να τρώη τις περιουσίες τους. Μια και ξέσπασε η θεριωσύνη του, προχωρούσε η ρήμαξη και πήγαινε.

Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα. — Τι λες και συ, Άγγουρε;.....που να ρημάξη το κεφάλι σου! — Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα. — Θέλουμε και προικιό. — ......Το τράχωμα, που λένεΗμείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ . . . . Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν της μαύραις . . . .

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου!

Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικόποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου; Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω!

Κατέβηκ' ένας τους, μου ζήτησε καπνό, τούδωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τανέβασμα, και το πρώτο πράμα πούπιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφίνουμε, είταν η ρήμαξη κ' η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα!

Ήτανε κάποιος Λάμπης, βοϊδολάτης κακός άνθρωπος, που κι αυτός εζητούσε τη Χλόη για γυναίκα από το Δρύαντα κι ως τα τώρα χαρίσματα πολλά του είχε δώσει για να πιτύχη το γάμο· άμα λοιπόν ένοιωσε, ότι, αν δώση την άδεια το αφεντικό, θα την πάρη ο Δάφνης, ζητούσε τρόπο που να θυμώση μ' αυτούς ο αφέντης· και ξέροντας, ότι αυτός αγαπούσε πολύ το περιβόλι, εστοχάστηκε να το χαλάση όσο μπορούσε περισσότερο και να το ρημάξη.

Αν τώβαλες κατάκαρδα και θέλεις να την πάρης Μη παρατάς τα πρόβατα και πας παιδί μου, κλέφτης, Τι θα χαθή το σπίτι μας, το βιο μας θα ρημάξη, ... Κ' εγώ θα πάω 'ςτή μάνα της ταχυά να την γυρέψω, Κι' αν δε θελήση η μάνα της νύφη να μου την δώση, θα πάωτην πρωτομάγισσα και μάγια θα της κάμω.

Η Μιχάλαινα μάλιστα που σταλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφινε το Μιχάλη να λείψη από σιμά της. Να του τα λέη και να του τα ξαναλέη, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλοια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και νάρθη λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξη όλα και να τα σκοτεινιάση.

Και δεν είτανε μονάχα η Ευρωπαϊκή μας η μεριά που έπαθε από βαρβάρους παρά κ' η Ασιατική, και μάλιστα στον ίδιο χρόνο μέσα . Πλήθος Ούννοι από τις γειτονιές της Κασπίας κατέβηκαν ως τη Μεσοποταμία και φέρανε ρήμαξη και σφαγή στα μέρη εκείνα.

Έπεφτα σ' ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτή πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάση ο κόσμος, κόλαση θα γείνη το χωριό, θα ρημάξη το σπίτι μας, θα μπη ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμη για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κ' ελπίδα.