United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κοντά την ώρα να σκολάσουμε, λίγο πρι βασιλέψη ο ήλιος, αναγκαστήκαμε για τα πιο χοντρά σίδερα να σηκώσουμε ένα βαθμό ακόμα την πίεση. Τη σηκώσαμε, κ' εγώ έφυγα από την ατμομηχανή και πήγα στο πλαγινό μέρος του Μηχανοστάσιου για να δω πώς προχωρούσε η δουλειά. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ακούμε ένα φοβερό κρότο. Νομίζαμε πως κάτου από τα πόδια μας έφευγε η γις.

Συγκινημένος κι ο Κωσταντίνος, που πρώτη φορά αφότου χριστιάνεψε αντάμωνε τόσους αρχηγούς της αγαπημένης του θρησκείας, προχωρούσε τρέμοντας και με μάτια χαμηλωμένα. Και σα ζύγωσε το θρόνο κοντοστάθηκε, σα να πρόσμενε από τους Πατέρες άδεια να καθίση. Του κάμνουν αμέσως γνέψιμο να καθίση, έπειτα κάθισαν κι οι Πατέρες, που καθώς είδαμε πρωτόθεσαν τότες της Ορθοδοξίας τα θεμέλια.

Την άλλη 'μέρα, ημέρα του δοξασμένου εκείνου πολέμου, ενώ οι Αρβανίτες με τον Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιώνταν από τους Έλληνες, ο Καραϊσκάκης ακράτητος, φοβερός, τραντάζοντας με της φωνές του της ράχες γύρω, καθώς προχωρούσε με τ' άλογο, κάνει έτσι και βλέπει κρυμμένον άνθρωπο μέσα σε μια πατουλιά. Νόμισε πώς ήταν Τούρκος κι' αμέσως τραβάει από τη σέλλα τη μια πιστιόλα, έτοιμος να ρίξη.

Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.

Κι' ίσως το τσάκωμα πιο ομπρός θα προχωρούσε ακόμα, 490 μα τότε του Πηλέα ο γιος σηκώθηκε κι' έτσι είπε «Μην πια θυμούς, αφίστε τες τις προσβολές κι' οι διο σας, Αία και Δομενιά! Ντροπής π' ακούν τα παλικάρια. Κι' αν άλλος τέτια αν κάνει, εσείς ναν τον βαστάτε πρέπει. Μα τώρα κάτσετε ήσυχοι.

Όσο μπορούσε ν’ αντέξει έμενε εκεί πάνω, κολλημένος στη γη που του είχε ρουφήξει όλη την ικμάδα και όλα του τα δάκρια. Το φθινόπωρο προχωρούσε με τις γλυκές μέρες του Οκτώβρη, με τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη.

Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.

Συλλογιζόμουνα και τον παραλυτικό, που τα πόδια του δε βαστούσανε να τονέ φέρουν ως το λευκό δρομαλάκι και που το κύτταζε θλιμμένος απ' τη ρίζα της πιπεριάς. Και ύστερα τον εαυτό μου, που η ψυχή μου παράλυσε στη μέση του δρόμου και γύρισα πίσω, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ο άλλος κόσμος προχωρούσε χωρίς να συλλογίζεται τίποτε.

Δίχως σύννεφα, που να κρύβουνε τον ήλιο, στέκει εμπρός μου το καλοκαίρι, που ακολούθησε την ανοιξιάτικη αυτή εκδρομή. Με ποια όρεξη εργαζόμουνα και πώς προχωρούσε η εργασία εύκολα.

Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.