Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου.

Όσο μπορούσε ν’ αντέξει έμενε εκεί πάνω, κολλημένος στη γη που του είχε ρουφήξει όλη την ικμάδα και όλα του τα δάκρια. Το φθινόπωρο προχωρούσε με τις γλυκές μέρες του Οκτώβρη, με τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πιστεύ' ότι στοχάζεσαι κείνα οπού λέγεις τώρα, αλλ' ό,τι αποφασίζομε συχνά τ' αλλάζ' η ώρα· η γνώμητο μνημονικόν είναι υποδουλωμένη, με ορμήν γεννάται, αλλ' η ζωήαυτήν ολίγο μένει. Είν' ως ο άγουρος καρπόςτο δένδρο κολλημένος, 'πού κάτω πέφτει ατίνακτος ως είναι ωριμασμένος. Χρέος, 'πού μόνον εις εμάς τους ίδιους χρεωστούμε, νοείται πόσο αδιάφορα συχνά το λησμονούμε.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτά κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Μ' αυτόνα τον τρόπο κάθε εργάτης είτανε να πούμε κολλημένος στο χτήμα που δούλευε. Κι όταν ακόμα στον τέταρτο αιώνα άλλαξε το σύστημα και δεν έδιναν εγγύηση οι αρχόντοι, πάλι έμειναν οι εργάτες κολλημένοι πια στα χτήματα σα μισό σκλάβοι μισό λεύτεροι, κι ονομάζουνταν πάροικοι, δουλοπάροικοι, εναπόγραφοι , και τέτοια.

Ο Μάχτος, όστις ήτο κολλημένος κάτω εις το έδαφος δεν ενόησε μεν ουδέν πλέον των ημετέρων αναγνωστών εκ της ανωτέρω συνδιαλέξεως, αλλ' ησθάνθη αμέτρητον ευτυχίαν. Ο πατήρ του και ο ξένος ωμίλουν περί άλλων πραγμάτων, και δεν διεπραγματεύοντο περί εκδόσεως της Αϊμάς εις γάμον, όπως είχεν υποπτεύσει ο νέος.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτα κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα, μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Ξεμακρυσμένος στην άλλη άκρη ο Βλαχογιώργος, είχε ψηλά στα χέρια σηκωμένο ένα παλιόσκαμνο και το πασπάτεβε. Κάποιος κόμπος από σπάγκο, κολλημένος στο τσακισμένο πόδι του σκαμιού με μαλακό ζυμάρι, του εκίνησε την προσοχή· ετράβηξε τον κόμπο. Εσκίστη το σανίδι απάντεχα· εδιάνοιξε το ξύλο σε δύο ξαφνικά και φοβερό, μακρύτατο λεπίδι, που και μοσκάρι θα ξεκοίλιαζε, εξάστραψε ολόγυμνο στον ήλιο·

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν