United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη, Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ. Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες Εντιλαλούνε τους αχούς. 'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζειτο μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες. Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες Γύρω η κορφές.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ’ άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ' άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.

Βοηθάτε με! έκλαιεν ολολύζων ο καπετάν Λιμπέριος μισοπνιγμένος μέσα εις τα αφρισμένα κύματα, και προσπαθών να πιάση από το μπαστούνι το κότερον, σαν παιδί από το χέρι, ο πτωχός, να το τραβήξη έξω . . .

Ο βράχος είναι απότομος και κάτω αγριοβογγούν αφρισμένα τα κύματα. Το παιδί ξεκούμπωσε το φόρεμά του. Το κρατεί τεντωμένο μετά δυο του χέρια, ώστε να είναι σαν παννί πλοίου. Του φαίνεται θεϊκή χαρά να αιστάνεται πως αντιστέκεται στην τρικυμία, που φοβερίζει να το γκρεμίση από το βράχο στη θάλασσα. Απάνω στη χαρά του αυτή το ξαφνίζει μια φωνή, που κράζει τόνομά του μέσα στον άνεμο.

Και παρήλασε προ αυτού, ως εν καλειδοσκοπίω, κόσμος ολόκληρος, φανταστικός . . . θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ασάλευτος, ωσάν από μάρμαρον, ηπλούτο εις απέραντον διάστημα και αυτός, επιβαίνων μικρού μονοξύλου, έτρεχε, με ταχύτητα πτηνού, επί της ακυμάντου επιφανείας, ωσάν δύναμις υπερφυσική να ώθει το ακάτιον . . . Αίφνης η λεία επιφάνεια ερρυτιδούτο . . . μία στιγμή ακόμη και μετεβάλλετο εις κύματ' αφρισμένα, οργίλα, ορμητικά, υπερύψηλα και το ακάτιον ανετρέπετο, εσφενδονίζετ' ως πτερόν εις άξενον παραλίαν, αυτός δε, ναυαγός οικτρός, εκυλίετο επί της άμμου εξησθενημένος, ενώ η σκηνή μετεβάλλετο . . . Και του εφαίνετο ώρα ως να εισήρχετο εντός δάσους καταπύκνου, ζοφερού, μυστηριώδους, με γιγάντεια δένδρα, με καμμίαν, ουδέ την ελαχίστην, ακτίνα φωτός . . . Και ενώ εβάδιζε με αγωνίαν, ζητών διέξοδον, ο λαβύρινθος δεν μετεβάλλετο, εις τον αυτόν δε κύκλον συστρεφόμενος άπελπις και πίπτων από κόπωσιν, επειράτο να κραυγάση και αφυπνίζετο έντρομος και περίρρυτος από ιδρώτα . . .

Τα χιονώδη κύματα έσκασαν και διελύθησαν, αυτά τα πρότερον ολισθηρά και ως πλάκες μαρμάρου στερεά, εις ορμητικά ύδατα, τα οποία αφρισμένα εβρόντουν ως υπόκωφοι κεραυνοί· ήτο χιονοστιβάς, η οποία κατεκρημνίζετο όχι επάνω εις τον Ρούντυ και τον θείον, αλλά πλησίον των, πολύ πλησίον των. — Κρατήσου στερεά Ρούντυ! εφώναξε ο θείος· «στερεά με όλην την δύναμίν σου

ΙΠΠΟΤ. Με τα στοιχεία πιάνεται τα εξαγριωμένα· κράζειτον άνεμον την γην να την καταποντίση, ή τ' αφρισμένα κύματα να τα υψώση τόσον, ώστε ν' αλλάξη ή να χαθή το σύμπαν! — Ξερριζώνει τα κάτασπρά του μαλλιά, — και η ανεμοζάλη τ' αρπάζει απ' τα χέρια του, τυφλή από την λύσσαν, και τα σκορπά εδώ κ' εκεί! Εις τον μικρόκοσμόν του να ξεπεράση προσπαθεί την πάλην των στοιχείων. ΚΕΝΤ Μόνος του είναι;