United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν της χαράς τον γέλωτα Ιδής εις φιλικόν Δείπνον περιπετώμενον, Απ' ίδρωτα θανάτου Στάζουν τα φρύδια σου. Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες Προδότα Βαρνακιώτη! Και τι έλπιζες; το θείον Διά τους ομοίους σου τέτοια Δώρα ετοιμάζει. Αν ήθελες χρυσάφιΠολύν εις τας βαρβάρους Αγαρηνάς σκηνάς Με το σπαθί εις το χέρι Εύρισκες πλούτον.

Καθείς διίσχυρίζεται Και ισχυρογνωμάει, ..................... ..................... Ο άρρωστος κοιτάζοντας. Νιστέρια, γιατρικά, Και ακούωντας τα λόγια τους πολύ προσεκτικά· Ελπίζοντας, φοβούμενος, σε ταραχή πολλή, Κι' αγώνα μβήκεν άσωστο, οπού τον ωφελεί. Διατί η αγανάκτησι του προξενάει μ' ορμή, Πολύν και πλούσιον ίδρωτα απ' όλο το κορμί.

Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.

Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου: — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν! — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν! — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν! Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα! Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.

Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη, και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται. Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του οίκου του.

Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα.

Μία δύναμις ουράνιος Εις την ψυχήν σας δίδει Πτερά ελαφρά, και υψόνεται Λαμπρόν το μέτωπόν σας Υπέρ την νύκτα. Από τα ολύμπια δώματα Δροσερόν καταβαίνει Χαράς, ελαίου φύσημα, Και στεγνόνει τα δάκρυα· Τον ίδρωτά σας. Εκεί όπου επατήσατε Ιδού οι καρποί φυτρόνουν, Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι Τα κύματα ευτυχή Της μυρωδίας.

Εάν όμως κανείς είνε ελεύθερος και ζη εις ελευθέραν πόλιν και χωρίς να παραβή τους νόμους σιχαθή αυτήν διά την αηδίαν της και νομίση ως μωρολόγημα εκείνο το οποίον αυτή λέγει, ότι, η ευδαιμονία προέρχεται εκ των μόχθων• εάν εγκατέλειψε τους σκολιούς και προς λαβυρίνθους ομοιάζοντας εκείνους λόγους και εδραπέτευσεν ευχαρίστως προς την Ηδονήν, κόψας ως δεσμά τας πλεκτάνας των λόγων• εάν σκεφθείς ανθρωπίνως και όχι βλακωδώς, εθεώρησε την κακοπάθειαν, όπως και είνε, κακήν, γλυκείαν δε την ηδονήν, έπρεπε να τον αποπέμψωμεν ως ναυαγόν πλησιάζοντα εις λιμένα και επιθυμούντα γαλήνην; Έπρεπε να τον ρίψωμεν εκ νέου εις τους μόχθους και να τον παραδώσωμεν τον δυστυχή πάλιν εις τας στερήσεις, μάλιστα δε όταν ως ικέτης προς τον βωμόν του ελέου κατέφυγεν εις την Ηδονήν; Πρέπει να τον εξαναγκάσωμεν να ανέλθη με ιδρώτα πολύν την πολυθρύλητον ανωφέρειαν της αρετής και αφού κακοπαθήση καθ' όλον του τον βίον να ευτυχήση μετά θάνατον; Αλλά ποίος δύναται να κρίνη δικαιότερον από αυτόν τον Διονύσιον, ο οποίος αφού εγνώρισε τας ιδέας της Στοάς καλλίτερα από κάθε άλλον και μόνον το καλόν ενόμιζε πριν αγαθόν, ενόησεν έπειτα ότι ο κόπος ήτο πράγμα κακόν και εκ των δύο δοκιμασθέντων εξέλεξε το καλλίτερον; Διότι υποθέτω ότι έβλεπε τούτους να διδάσκουν πολλά περί καρτερίας και ανοχής των κακοπαθειών, ιδιαιτέρως δε να περιποιούνται την Ηδονήν, να επιδεικνύουν αυστηρότητα με τους λόγους, κατ' οίκον δε να ζουν κατά τους νόμους της Ηδονής• να εντρέπωνται μεν να φανούν παραβαίνοντες την αυστηρότητα των αρχών των και προδίδοντες το δόγμα των, πάσχοντες δε οι ταλαίπωροι το πάθημα του Ταντάλου και, όταν δύνανται κρυφίως και ασφαλώς να παραβούν τας αρχάς των, απλήστως γευόμενοι την ηδονήν.

Τους λόγους τούτους οι νεκροί τότ' έλεγαν, οι δύο, 'ς τα βάθη ως έστεκαν της γης, 'ς την κατοικιά του Άδη· και κείνοι, αφού κατέβηκαν από την πόλι, φθάσαν 205τον καλοσύστατον αγρόν ωραίον, του Λαέρτη, οπ' είχε κείνος μ' ίδρωτα, με μόχθον, αποκτήσει. είχ' εκεί σπίτι, 'ς την αυλήν, ολόγυρα, καλύβαις, να κάθωνται, να τρέφωνται, και να κοιμώνται οι δούλοι, οι αγορασμένοι, οπούαυτόν ό,τ' ήθελ' εργαζόνταν. 210 ήταν και γραία Σικελή, 'που τον γεροκομούσε, ως πρέπει, αυτούτην εξοχή, μακράν από την πόλι. τότ' ο Οδυσσέας έλεγε των δούλων και του υιού του· «Σεις τώρατην καλόκτιστην εμπήτε κατοικία, και χοίρον σφάξετε καλόν, να ετοιμασθή το γεύμα· 215 αλλ' εγώ τον πατέρα μου θα δοκιμάσω τώρα, αν, ως με ιδούν τα μάτια του, μ' αναγνωρίση εκείνος, ή αν, αφού μας χώρισαν καιροί, δεν με νοήση».

Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν, καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του. — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας ερωτήσεις της μητρός αυτής. Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη την υπόθεσιν της Μascotte.