United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιεζόμενος υπό απεριγράπτου φρίκης και τρόμου, ησθάνθην την καρδίαν μου συγκοπτομένην και τα μέλη του σώματος μου απονεκρούμενα· αλλ' επί τέλους ανέλαβα το θάρρος μου, σκεφθείς ότι η Ροβένα έζη και ότι ηπατήθην εκλαβών αυτήν ως αποθανούσαν, πάραυτα δε επεμελήθην κατά καθήκον όπως την επαναφέρω εις την ζωήν· επεδόθην δε εις τούτο όλως μόνος, διότι, μη έχων υπηρέτας πλησίον μου, δεν ηδυνάμην και να τους καλέσω, επειδή ουδ' επί στιγμήν ενόουν να ανέλθω εκ του θαλάμου, η δε φωνή μου δεν έφθανε μέχρι των δωμάτων των.

Και τότε μεν αμέσως ουδείς λόγος εγένετο περί του συμβάντος τούτου· αλλ' επανελθόντος του στρατού εις τας Σάρδεις, ησθένησεν ο Αλυάττης. Επειδή δε η ασθένειά του παρετείνετο, έπεμψεν εις τους Δελφούς, είτε κατά συμβουλήν τίνος, είτε οίκοθεν σκεφθείς να ερωτήση τον θεόν διά την ασθένειάν του.

Εξ όλων λοιπόν βλέπω ότι ο Καμβύσης είχε περιπέσει εις μεγάλην μανίαν· άλλως πώς ήθελε τολμήσει να σκώπτη τα έθιμα και τα ιερά πράγματα; διότι εάν τις επρότεινεν εις όλους τους λαούς να εκλέξωσι τους καλλίστους εκ πάντων των νόμων, έκαστος λαός καλώς σκεφθείς ήθελεν εκλέξει τους ιδικούς του· τόσον ο καθείς νομίζει ότι οι νόμοι του είναι ανώτεροι των άλλων νόμων.

Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα, και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν των γάμων του πανηγυρισμόν.

Εγώ; — Δέκα έτη και πλειότερον. Από τότε που ήμουν μικρή! Δεν με έρριψες εις τον κρημνόν διά να αποθάνω; Ο Πλήθων ανεσκίρτησε βιαίως. Ίσως δεν επίστευεν ότι τον ενεθυμείτο η νέα. Ενόμιζεν ότι αύτη δεν ηδύνατο να τον αναγνωρίση εκ τόσον μακρού χρόνου. — Ενθυμείσαι λοιπόν; είπεν. — Ενόμιζες ότι το ελησμόνησα; είπεν η Αϊμά. Ο Πλήθων σκεφθείς επ' ολίγον, είπε·

Τω είπα να έλθη να με πληροφορήση. Ο αρχηγός σκεφθείς επ' ολίγον είπε προς τον ορεσίβιον·Τώρα, ειξεύρεις τα κατατόπια όλα του βουνού; — Τα ξεύρω, αφέντη. — Ειμπορείς να οδηγήσης έν απόσπασμα; — Ειμπορώ. — Δεν ειμπορείς να εύρης και τα ίχνη ενός οδοιπόρου, εις ένα τόπον απάτητον; — Δι' αυτό δεν αποκρίνομαι, είπε σύννους ο βοσκός. — Δεν έχεις κανένα σκύλον; — Έχω ένα. — Λαγωνικόν;

Ούτω λοιπόν έκαμα ποιήματα πρώτον εις τον θεόν Απόλλωνα, διά τον οποίον ήτο η προκειμένη θυσία· έπειτα δε από τον θεόν, σκεφθείς ότι ο ποιητής, εάν πρόκειται να είναι καθαυτό ποιητής, πρέπει να ευρίσκη μύθους και όχι να στιχουργή λόγους, εγώ δε δεν είχον τούτο το προτέρημα, διά ταύτα τους μύθους του Αισώπου, τους οποίους είχα προχείρους και εγνώριζα, από όσους μου ήλθαν εις τον νουν πρώτοι και τους ήξευρα, από αυτούς έβαλα εις στίχους.

Όταν δε τα ανέφερον, οργισθείς ο Καμβύσης, εξεστράτευσεν αμέσως επί τους Αιθίοπας, ούτε προμήθειαν τροφίμων παραγγείλας, ούτε σκεφθείς ότι έμελλε να μεταβή εις την μάλλον μεμακρυσμένην χώραν της γης, αλλ' ανεχώρησεν άμα ήκουσε τους ιχθυοφάγους ως τρελός, ως άφρων, διατάξας τους εις την Αίγυπτον Έλληνας να μείνωσιν εκεί και λαβών μεθ' εαυτού όλον τον πεζόν στρατόν.

Πώς το εννοείς αυτό πάλιν; Ιδού πώς. Επειδή ο βασιλεύς ημών παρετήρησε ότι όλαι μας αι πράξεις είναι ψυχικαί και ότι υπάρχει εις αυτάς και πολλή αρετή και πολλή κακία και ότι η ψυχή και το σώμα είναι άφθαρτα, αλλ' όχι αιώνια, καθώς οι νομίμως αθάνατοι θεοίδιότι δεν θα υπήρχε ποτέ γέννησις ζώων, εάν το έν εξ αυτών των δύο εξηφανίζετοκαι επειδή ενόησε ότι το μέρος της ψυχής, το οποίον είναι αγαθόν, επλάσθη διά να ωφελή, το δε κακόν να βλάπτη, όλα αυτά σκεφθείς ευρήκε, πού πρέπει να κείται έκαστον μέρος, διά να καθιστά εις το σύμπαν νικήτριαν μεν την αρετήν, νικωμένην δε την κακίαν όσον το δυνατόν περισσότερον και καλλίτερον.

Αλλά σκεφθείς ότι θα την ελύπει, όπως ελυπείτο και αυτός όταν ήκουε το παρανόμι που του είχαν κολλήσει, απεσιώπησε την σκέψιν του. — Και ποιος παπάς θα μας ευλοήση; ηρώτησεν η Πηγή. — Ποιος παπάς θα μας ευλοήση; επανέλαβεν ο Μανώλης ξύων τον κρόταφόν του. Αλλ' η αμηχανία του δεν διήρκεσεν επί πολύ. — Κιανείς, είπε. Σαν παρθούμε 'μείς είντα μας γνοιάζει; Το πρόσωπον όμως της Πηγής εξέφρασε φρίκην.