United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελησμόνησα να σημειώσω ότι ο στρατιώτης Πασχαλάκης εφόρει ξίφος μακρόν και μανδύαν ταγματάρχου, ίσως εξ εκείνων οίτινες εσπάρησαν υπό τινων αξιωματικών μας εις την Θεσσαλίαν. Αληθώς τοιούτος πόλεμος δεν ηδύνατο ή να παράσχη οπωσδήποτε ύλην εις κωμικόν θέατρον και τοιούτον θέατρον.

ΑΡΓΓΑΝ Δεν μπορώ να βγάλω απ' το μυαλό μου όλες εκείνες τις αρρώστειες που δεν τις ξαίρω, όλες εκείνες . . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Επιτρέψατέ μου, κύριε, να σας κάνω μια επίσκεψι και να σας προσφέρω τας υπηρεσίας μου για κάθε αφαίμαξι και για κάθε κλύσμα που έχετε ανάγκη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κύριε, με συγχωρείτε μια στιγμή. Ελησμόνησα να δώσω μια παραγγελία στον υπηρέτη μου· θα ξαναγυρίσω αμέσως.

Εγώ; — Δέκα έτη και πλειότερον. Από τότε που ήμουν μικρή! Δεν με έρριψες εις τον κρημνόν διά να αποθάνω; Ο Πλήθων ανεσκίρτησε βιαίως. Ίσως δεν επίστευεν ότι τον ενεθυμείτο η νέα. Ενόμιζεν ότι αύτη δεν ηδύνατο να τον αναγνωρίση εκ τόσον μακρού χρόνου. — Ενθυμείσαι λοιπόν; είπεν. — Ενόμιζες ότι το ελησμόνησα; είπεν η Αϊμά. Ο Πλήθων σκεφθείς επ' ολίγον, είπε·

Εγώ από τον φόβον μου έως που να βγάλω εκείνα τα φορέματα και να ενδυθώ το ιδικόν μου ελησμόνησα εκεί μέσα το τσεκούρι και τα παπούτσια μου, και βγαίνοντας έξω από την σκάλαν, προτού να κλείσω την θύραν, βλέπω και ανοίχθη η γη, και ωσάν αστραπή εμβήκε μέσα το Τελώνιον.

Και εξαγαγούσα εκ του θυλακίου της το κηρίον, όπερ είχε φέρει επίτηδες μεθ' εαυτής, απετύπωσε δι' αυτού το σχήμα του κλειδίου. — Καλήν νύκτα, κόρη μου, είπεν αποσυρομένη. — Καλήν νύκτα, απήντησεν η νέα μη δυναμένη ν' αποσυρθή εκ της θύρας, ης όπισθεν ίστατο. Αλλά μακρυνθείσα δύο ή τρία βήματα η Βεάτη, επέστρεψεν αιφνιδίως πάλιν. — Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω πώς ονομάζεσαι, είπε.

Εγώ ενθυμούμαι ότι εις τους νόμους αναφέρεται και τούτο, εκτός εάν από την πολλήν δουλείαν ελησμόνησα τα υπ' αυτών αναφερόμενα, ότι τα καθιστώντα το έγκλημα του φόνου είνε διττά, πρώτον εάν κανείς ο ίδιος εφόνευσε και δεύτερον, εάν αυτός μεν δεν εφόνευσεν ούτε ιδιοχείρως έπραξε τον φόνον, αλλ' ηνάγκασε και έδωκεν αφορμήν του φόνου.

Και όμως ελησμόνησα την μνημονικήν σου εφεύρεσιν, καθώς φαίνεται, εις την οποίαν συ νομίζεις ότι είσαι εξοχώτατος. Νομίζω δε ότι ελησμόνησα και άλλα πάρα πολλά.

Την νέαν εκείνην μόλις είδα, μόλις ήκουσα την ασθενή φωνήν της, δεν γνωρίζω το όνομά της, αλλ' ούτε καν την πατρίδα της, επί ώρας μόνον τινάς η παρουσία της επεσκίασε την ψυχήν μου, και όμως ποτέ δεν την ελησμόνησα, ούτε ποτέ θα την λησμονήσω! Ήτο ξανθή, πολύ ξανθή. Εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ότι ήτο γέννημα της Άρκτου.

Αυτός όμως τόσον κανονικά και απταίστως και αποτελεσματικώς παρακολουθεί τα μαθήματα και τας συζητήσεις με πολλήν γλυκύτητα εις τους τρόπους, ωσάν να χύνεται λάδι χωρίς κρότον, ώστε απορεί κανείς πώς αυτός, τόσον νέος, τόσον καλά τα καταφέρνει. Σωκράτης. Καλά νέα μου φέρεις. Αλλά τίνος παιδί είναι αυτός; Θεόδωρος. Μου είπαν το όνομά του, αλλά το ελησμόνησα.

Ενδυομένη και διατάττουσα μερικά οικιακά τα όποια έπρεπε να εκτελεσθούν κατά την απουσίαν μου, ελησμόνησα να δώσω ψωμί εις τα παιδιά διά να δειπνήσουν, και δεν θέλουν να τους το κόψη κανένας άλλος παρά μόνον εγώ. — Της έκαμα κάποιο μικρό φιλοφρόνημα· ολόκληρος η ψυχή μου ανεπαύετο επί του αναστήματος του τόνου, του τρόπου της και μόλις έλαβα την ευκαιρίαν ν' αναλάβω εκ της εκπλήξεώς μου όταν έτρεξεν εις το δωμάτιον διά να πάρη τα γάντια της και το ριπίδιον.