United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νικήτρια, ερρέμβαζε τρυφερώς την νίκην. Ανεπαύετο. — Ν' αρμένιζα μαζί της!

Εγγύς δε αυτού ανεπαύετο το σώμα, εναποτεθέν εκεί υπό των αγίων Λαζάρου, Τροφίμου και Μαξιμίνου, ελθόντων κακείνων εις Γαλλίαν, όπου κατέφευγον τότε οι προγεγραμμένοι μαθηταί του Ιησού, ως σήμερον οι οπαδοί του Μαζίνη εις την μεγάλην Βρετανίαν. Εύοσμον και αειθαλές δενδρύλλιον εσκίαζε τον τάφον, σημαίνον εις τους προσκυνητάς πού έπρεπε να γονατίσωσι.

Μόνον εν τη λειτουργία αυτή ανεπαύετο ο λογισμός της. Άλλως δε συνεδέετο προς την εκκλησίαν αυτήν και με άλλας πλέον τρυφεράς αναμνήσεις. Ήτο ο μητροπολιτικός ναός της κώμης. Εκεί εις τους σκοτεινούς χορούς του, υπό τον βαρύν κυκλοτερή περί τον πολυέλαιον στέφανον, είχε τελεσθή ο γάμος της.

Άνευ αυτού ο Κ. Πλατέας επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα ιστορία. Ιδού πώς συνέβη το πράγμα: Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ' ηδύνατο όπως δήποτε να πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων. Ανεπαύετο λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα.

Ο Δημήτρης επλησίασε μετά δειλίας, φοβούμενος μήπως και ο νεκρός σηκωθή και τον αποδιώξη, εγονυπέτησε κ' εφίλησε μετά κατανύξεως το χώμα του τάφου. — Ο Θεός σχωρέσει, αδερφέ εψιθύρισε. Και ητένισε τον τάφον με βλέμμα τόσον τρυφερόν οποίον δεν έρριψε κανείς άλλος άνθρωπος επί τάφου. Ο Δημήτρης εζήλευε πολύ τον άγνωστον εκείνον ο οποίος τόρα ανεπαύετο εκεί, μακράν του κόσμου και των παθών του.

Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις το παλατίνον. Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν. Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον. — Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την τιμωρίαν.

Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο η νεάνις. «Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν. Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.

Ενώ δε ημέραν τινά ανεπαύετο ο δραπέτης Ανδροκλής υπό την δροσεράν σκιάν σπηλαίου τινός, έντρομος βλέπει λέοντα εισερχόμενον εντός του σπηλαίου. — Τετέλεσται! είπε τότε καθ' εαυτόν, και απνευστί επερίμενε την στιγμήν, καθ' ην επρόκειτο να κατασπαραχθη υπό του τρομερού θηρίου. Αλλ' ο λέων χωλαίνων πλησιάζει ησύχως τον Ανδροκλήν, και υψόνων τον πόδα του δεικνύει αυτόν, ως να εζήτει βοήθειαν.

Η σύζυγός του, κάθιδρως, κουρασμένη από της επιμόχθου πλυντικής εργασίας ανεπαύετο ακόμη, θηλάζουσα και το βρέφος, το νήπιον, του οποίου περιέσφιγγε τους αεικίνητους πόδας επί της οσφύος της.

Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.