United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Γιάννης ευχαριστημένος ότι δεν έχασε την ημέραν του ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο Μπάρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπάρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τέσσαρα.

Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις, αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα ειπών ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ' ήττον, κεντηθείσης, φαίνεται της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπάρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά. — Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ' αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ' βάρκα, από Σταβέτ;

Ο βουκόλος, αφού ήκουσε τους λόγους τούτους, έλαβε το παιδίον, επέστρεψεν οίκαδε και έφθασεν εις την έπαυλιν. Η γυνή του, ήτις περιέμενεν από ημέρας εις ημέραν να γεννήση, εγέννησε κατά τύχην τότε ότε ο βουκόλος ήτο εις την πόλιν.

Άμα επιστρέψω οίκαδε, θέλω προκαλέση εν τω συλλόγω των Μαλθιστών έρανον προς αγοράν πεντακοσίων τουλάχιστον αντιτύπων της Αφροδίτης του κ. Βρούτου.

Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι' ελαίου πριν κατακλιθή. — Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ.

Τινές μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν οίκαδε βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίμ», χάρις εις τας αφθόνους σπονδάς τας γενομένας προς τιμήν των κ. κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών.

Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά, τι θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χροσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του λέγων ότι εκείνη είνε μεγαλειτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ' ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάμματα.

Το είξευρα ήδη, είπεν ησύχως ο άρχων. — Έχω και μίαν επιστολήν διά τον άρχοντα, είπεν ο Θεόδωρος. — Επιστολήν δι' εμέ; Και ποίος την έφερεν; — Άνθρωπος με καλογερικά φορέματα, όστις μένει εις την Σπάρτην και περιμένει. — Τι περιμένει; — Περιμένει να του επιτρέψη ο άρχων να παρουσιασθή εις το Πληθώνειον. — Όταν επανέλθωμεν οίκαδε, θα σε πέμψω να τον οδηγήσης προς εμέ, Θεόδωρε.

Ότε τοιαύτα απεκρίθησαν οι Αθηναίοι, οι μεν Κορίνθιοι παρεσκευάζοντο να πλεύσουν οίκαδε και έστησαν τρόπαιον επί των εν τη ηπείρω Συβότων· οι δε Κερκυραίοι, συναθροίσαντες τα ναυάγια και τα πτώματα όσα το κύμα και ο άνεμος, όστις ηγέρθη κατά την νύκτα διεσκόρπισεν αυτά πανταχού, έστησαν και αυτοί επίσης τρόπαιον επί των εν τη νήσω Συβότων ως νικήσαντες.

Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν οίκαδε, κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε παίξει εις μικρόν τι καφενείον της Νεαπόλεως. Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και εκάθισεν εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν, ότι ουδεμία ηπείλει την κεφαλήν του καταιγίς.