United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο προς την ζωήν ακράτητος έρως μου ενεφύσησεν εν τη ψυχή περίεργον τούτο συναίσθημα; Το βέβαιον είνε ότι μετά τα θεάματα αυτά έβλεπον τρομακτικά όνειρα τας νύκτας. Φαντασθήτε τώρα την θέσιν μου εν τη τραπεζαρία του κυρ-Στρατή. Ενόμιζα πλέον ότι ήμουν εντός νεκρών κρύπτης, φοβεράς κατακόμβης, και ήρχισα ευθύς να βλέπω περί εμέ οστά και κρανία.

Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον!

Φαντασθήτε, φίλοι μου, οποία βάσανος, οποία αγωνία να φοβήται τις ότι κρύπτει εντός αυτού τοιαύτην ασθένειαν και να περιμένη από ημέρας εις ημέραν την έκρηξίν της! — Το χειρότερον είναι, υπέλαβεν ο γαμβρός μου, ότι ο τοιούτος φόβος υποτρέφει την ασθένειαν. Ανεγίνωσκα εσχάτως τοιούτον τι εις επιστημονικόν περιοδικόν.

Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική! Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ' ο ευνούχος μου κι' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.

Αλλ' αν ακουόμεναι εκείναι αι ομιλίαι του λαλιστάτου Αθηναίου φιλοσόφου τόσην γοητείαν επροξένουν, φαντασθήτε τώρα πόσον ψυχαγωγική είναι η ανάγνωσις των διαλόγων αυτών, όπως ετεχνούργησεν αυτούς ο μάγος της Ελληνικής γλώσσης χειριστής, ο θείος Πλάτων, ο οποίος εις τα έξοχα χαρίσματα, με τα οποία η φύσις είχε πλουσιώτατα προικίσει τον Σωκράτην, προσέθηκεν ως ωραία κεντήματα τα ολόχρυσα στολίσματά του με την χαριτωμένην γραφίδα του αρχαίου αττικού λόγου, ώστε να μη ηξεύρη κανείς πλέον σήμερον ποίον να θαυμάση περισσότερον, τον εύστροφον φιλόσοφον ή τον ηδύμολπον συγγραφέα, του οποίου ο Λουκιανός τόσον εξαίρει «την δεινώς αττικήν καλλιφωνίαν και την θαυμαστήν μεγαλόνοιαν».

Αφού επερίμενα επί πολύ, με μεγάλην υπομονήν, χωρίς να τον ακούσω να ξαναπλαγιάση, απεφάσισα ν' αποκαλύψω ολίγο το φανάρι μουαλλά λιγούτσικα, ω! τόσο λιγούτσικα! Το απεκάλυψα, δεν μπορείτε να φαντασθήτε, πόσον λαθραία, μέχρις ότου επί τέλους μία ωχρά ακτίς, όπως ένα νήμα αράχνης, εβγήκεν από την ρωγμήν του φανού και έπεσεν επάνω εις το μάτι που έμοιαζε ωσάν γυπός.

Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά, τι θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χροσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του λέγων ότι εκείνη είνε μεγαλειτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ' ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάμματα.

Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή.

Τοιουτοτρόπως, επρόσθεσεν ο Αυτοκράτωρ χαμογελών, πραγματοποιείται η χθεσινή μου προφητεία. Φαντάσθητε την χαράν και την έκπληξιν του πτωχού χωρικού, όστις βεβαίως ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο. Αλλά το γλυκύ όνειρόν του προσεχώς επραγματοποιήθη πληρέστατα, διότι και ο υιός του εβαπτίσθη υπό του Αυτοκράτορος, και κτήματα και ποίμνια πολλά, και κατοικίαν ευρύχωρον απέκτησε.

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.