Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή.
Συχνά, πολύ συχνά μου φαινότανε σα να μιλούσε κάποιος άλλος με το στόμα μου, χωρίς να μπορώ να τα εμποδίσω. Έπρεπε όλο να μου δίνης εσύ και γω να παίρνω μόνο. Μα τώρα θαλλάξη το πράμα. Φτάνει μόνο να γίνω καλά. Την ησύχασα και την παρακάλεσα να μη μιλά πολύ. Είμουνα παραπολύ ευτυχισμένος και δεν μπορούσα να πω περσότερα. — Ναι, ναι, είπε. Σώπαινα σε σένα και μιλούσα σ' άλλους.
Ό,τι ήθελα να σου πω δε σου το είπα και θυμούμαι πως απορούσα γιατί δε με ρώτησες και συ έπειτα, κι ας σε παρακάλεσα να μην το κάμης. Πολλές φορές το ήθελα να με ρωτούσες. Συχνότερα όμως είμουνα ευχαριστημένη που δε με ρωτούσες. Τι έχω υποφέρει εκείνη την εποχή, Γιώργο! Να μπορούσες να το υποψιαστής τι υπόφερα!
Έχω τόσον καιρό τώρα που σας παρακάλεσα να στείλετε να ξετάσετε τα καζάνια μας, και να τ' αλλάξετε. Σας το λέω και πάλι. Οι μεγάλες μηχανές στο εργοστάσιο δε δουλεύουνε, γιαΤι εμένα δε μου επιτρέπεται με την κατάσταση που βρίσκονται τα καζάνια, να δώσω πίεση περισσότερη από 6 ατμόσφαιρες.
Ήτον το πρώτο χαμογέλοιο που είδα να γλυκοχαράζη στα χείλη της. Φαντασθήτε τη χαρά μου. Έτσι μείναμε σύμφωνοι για τα μουλάρια μας και την παρακάλεσα να περάση να καβαλικέψη. Τη βοήθησα ν' ανεβή.
Κι' αυτοί τον θεόν έστησαν ευθύς την εκατόμβην 'Σ τον ευμορφόκτιστον βωμόν τριγύρου 'ς την αράδα. Έπειτα χερονίφθηκαν, ταις ουλοχύταις πήραν. Κι' ο Χρύσης μεγαλεύχουνταν, σηκώνοντας τα χέρια· Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις, Και Κίλλαν, και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις. Σε παρακάλεσα προτού, κ' εσύ ακούοντάς με, Κατάβλαψες τους Αχαιούς, και τίμησες εμένα.
— Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.
Πού όμως τηγανήτες, που τους έβλεπα τους Τούρκους να βάζουν τη Λενιώ στο σακκούλι τους και να φεύγουν! Ξημέρωσε ως τόσο, και τοιμάστηκε η μάννα μου να πάη να δη και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρη και μένα. Μ' άφησε κλαμμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε ταφίνουμε.
Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση. — Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει.
Είναι αλήθεια όμως πως η Πιπίτσα μου είπε και τούτο. Ο Σταύρος δεν έφταιγε ο καημένος που έφυγε. Όλα τάφταιγε ο πατέρας που τον καταπίεζε. Τότε μ' έπιασε μια περιέργεια και την παρακάλεσα να μου πη όλα όσα ξέρει. Μα αυτή μου είπε πως παραπάνου απ' αυτά δεν είξερε τίποτα, και πως κι αυτά που μου είπε δεν είναι μυστικά. Όλος ο κόσμος τα έχει μάθει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν